Δύο όψεις έχει η συνεχιζόμενη «βουτιά» των τιμών του πετρελαίου που διαπραγματεύεται σε επίπεδα μεταξύ 83 και 86 δολαρίων το βαρέλι. Αφενός ανακουφίζει τις χώρες που εισάγουν πετρέλαιο, επιχειρήσεις και νοικοκυριά που θα πληρώσουν φέτος χαμηλότερους λογαριασμούς για θερμανση και ηλεκτρισμό. Αφετέρου εγκυμονεί κινδύνους σχετικά με τις έρευνες για υδρογονάνθρακες, τομέας που ενδιαφέρει άμεσα τη χώρα μας.
Εντός των ημερών δημοσιεύεται στην εφημερίδα της ΕΕ η προκήρυξη για τον μεγαλο γύρο παραχωρήσεων σε 23 οικόπεδα (3 χερσαία, και 20 θαλάσσια νοτίως της Κρήτης και στο Ιόνιο), πολλά από τα τελευταία σε μεγάλα βάθη.
Διεθνώς, ο κανόνας είναι ότι ένα «φθηνό» πετρέλαιο κάνει ασύμφορες τις ακριβές έρευνες και εξορύξεις ειδικά σε μεγάλα βάθη σαν αυτά του Ιονίου και της Κρήτης στα οποία πιθανολογείται ότι βρίσκονται τα ελληνικά κοιτάσματα.
Σαν επίπεδο τιμής, τα 83 με 86 δολάρια συνεχίζουν να συμφέρουν για εξορύξεις. Ποιος λοιπόν είναι ο κίνδυνος; Οτι, εφόσον το πετρέλαιο διατηρηθεί για καιρό σε αυτά τα επίπεδα, τότε είναι πιθανό οι εταιρείες που θα κατέβουν στο διαγωνισμό του Ελληνικού Δημοσίου να περιορίσουν τις επενδυτικές τους δαπάνες, τα κεφάλαια δηλαδή που θα «ρίξουν» για έρευνες. Διότι η επιτυχία του διαγωνισμού, εξαρτάται τόσο από την προσέλευση ισχυρών ονομάτων, όσο και από τις επενδύσεις που θα κάνουν για εξορύξεις σε τόσο μεγάλα βάθη.
Όσο για το ποιος βρίσκεται πίσω από την πτωτική αυτή τροχιά των διεθνών τιμών, η απάντηση είναι η εξής: Χαμηλότερη ζήτηση, υψηλότερη προσφορά, κινήσεις στη γεωπολιτική σκακιέρα, αλλά και επιθετική πολιτική τιμών που εγκαινίασε η Σαουδική Αραβία.
Οι πληροφορίες για τις διαθέσεις των Σαουδαράβων μιλούν για στρατηγική απόφαση να διατηρηθούν τα υπάρχοντα μερίδια αγοράς ακόμη και με τιμές στα 70 δολάρια.
Ποιοι ανησυχούν
Ήδη εκφράζονται ανησυχίες από την πλευρά των ΗΠΑ ότι με τις χαμηλές τιμές του αργού, μεγάλος αριθμός πεδίων shale oil καθίστανται ζημιογόνα. Συναγερμός όμως έχει χτυπήσει και σε χώρες με παραγωγή συμβατικού πετρελαίου όπως η Ρωσία ή η Βενεζουέλα που βασίζουν την οικονομία τους στα έσοδα από τις εξαγωγές πετρελαίου.
Εκτός απροόπτου, μέχρι και τις 27 Νοεμβρίου, οπότε και θα διεξαχθεί η προγραμματισμένη σύνοδος του ΟΠΕΚ, δεν αναμένεται αλλαγή πολιτικής από καμία πλευρά. Για να ανακοπεί η πτωτική τάση εκτιμάται ότι η Σαουδική Αραβία θα χρειαζόταν να μειώσει την παραγωγή της κατά 500 χιλιάδες βαρέλια την ημέρα.
Άλλες εκτιμήσεις αναφέρουν ότι για να σταθεροποιηθούν οι τιμές θα χρειαστεί ένα ακόμη πιο ισχυρό σοκ με μείωση της τάξης του 1 έως 1,5 εκατ. βαρελιών την ημέρα. Μια τέτοια μείωση ωστόσο δεν μπορεί να προέλθει μόνο από τη Σαουδική Αραβία και επομένως θα έπρεπε να πειστούν και οι άλλοι παραγωγοί του ΟΠΕΚ να εισφέρουν.
Κόντρα σε αυτήν την εικόνα, η Σαουδική Αραβία φέρεται να έχει αποφασίσει να διατηρήσει σταθερή μέχρι το τέλος του έτους την παραγωγή της στα 9,73 εκατ. βαρέλια την ημέρα.
Ποια πετρέλαια απειλούνται από τις χαμηλές τιμές;
Μονοσήμαντη απάντηση δεν υπάρχει καθώς τα κόστη διαφέρουν ανάλογα με την περιοχή, το είδος εξόρυξης, τις επενδύσεις και φυσικά το μέγεθος του κοιτάσματος. Γενικά υπάρχουν δύο κατηγορίες κόστους που λαμβάνονται υπόψη.
Η πρώτη αφορά στο μεταβλητό κόστος, δηλαδή το πόσο κοστίζει η παραγωγική διαδικασία σε ένα ενεργό κοίτασμα. Η δεύτερη κατηγορία είναι το σύνθετο κόστος, που περιλαμβάνει και τα επενδυτικά κόστη (γεωτρήσεις, την εγκατάσταση πλατφορμών κλπ).
Από τους μεγάλους παραγωγούς πετρελαίου το χαμηλότερο κόστος εμφανίζεται στη Σαουδική Αραβία και κυμαίνεται μεταξύ 5 έως 7 δολάρια το βαρέλι.
Ακολουθούν τα κοιτάσματα σε μεγάλα θαλάσσια βάθη (deepwater), με μεταβλητό κόστος εξόρυξης 10 δολάρια το βαρέλι. Το σύνθετο κόστος ωστόσο που περιλαμβάνει και την ανάπτυξη ανεβαίνει στα 30 με 35 δολάρια το βαρέλι. Σε αυτήν ακριβώς την κατηγορία εμπίπτουν και τα πιθανολογούμενα ελληνικά κοιτάσματα.
0 ΣΧΟΛΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ:
Δημοσίευση σχολίου