Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος μιλάει αποκλειστικά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για όλα. Για την κρίση, τους νέους, το Χόλιγουντ, την Ελλάδα, τις αλησμόνητες πατρίδες, αλλά και για την ταινία, που ετοιμάζει αυτή την εποχή.
Ο καταξιωμένος Έλληνας σκηνοθέτης καλεί τη νέα γενιά των Ελλήνων σκηνοθετών να μην καμφθεί από την κρίση και υπογραμμίζει πως επιμένει να κινηματογραφεί στην Ελλάδα και την ελληνική γλώσσα, διότι «δεν υπάρχει τίποτε πιο διεθνές από αυτό, που είναι εθνικό». -
- Πώς αποτιμάτε αυτή την εμπειρία του αφιερώματος στο Μόντρεαλ;
- Στο Μόντρεαλ έρχομαι με συμμετοχές στο Διεθνές Φεστιβάλ, επί χρόνια. Το διαφορετικό της εμπειρίας είναι πως τώρα δεν πρόκειται για μια καινούρια ταινία μου, αλλά για μια ρετροσπεκτίβα, ένα είδος αφιερώματος. Από την άλλη πλευρά, αυτή η ιστορία είναι περισσότερο κοντά στην ελληνική παροικία, μιας και είναι οργανωμένη από Έλληνες, σε συνεργασία με τον Σερζ Λοζίκ, πρόεδρο του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Μόντρεαλ.
- Η ρετροσπεκτίβα έγινε με πρωτοβουλία ενός ιδιώτη, του Κώστα Σπηλιάδη, προκειμένου να γιορτάσει με τους Έλληνες και τους ντόπιους τα 30 χρόνια της επιχείρησής του. Πιστεύετε πως είναι μια επένδυση πολιτισμού για την ελληνική παροικία, αλλά και για την πόλη;
- Όλη αυτή η εκδήλωση είναι όντως μια πολιτιστική προσφορά, γιατί έχει κι άλλες πλευρές εκτός από την προβολή των ταινιών. Δίνεται έμφαση στην ελληνική παροικία, στο σύνολό της, καθώς με πρωτοβουλία των Ελλήνων γίνεται ένα αφιέρωμα, όπου καλούνται και οι μη Έλληνες της πόλης να γνωρίσουν την ελληνική κινηματογραφία, έστω και στο όνομα ενός σκηνοθέτη, εμού δηλαδή. Η όλη υπόθεση είναι ότι αντί να γυρίζει μια ταινία μου στον κόσμο, πραγματοποιούνται πλέον αφιερώματα (σε Άδανα, Σμύρνη, Ινδία, Χονγκ Κονγκ και αλλού) με μια ομάδα ταινιών μου κι αυτό έχει σχέση με την ιστορία ενός έργου χρόνων, όπως συμβαίνει και με άλλους σκηνοθέτες στον κόσμο.
- Προβάλλονται όλες οι ταινίες σας σ’ αυτό το φεστιβάλ-αφιέρωμα;
-Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου έστειλε ταινίες μου, που είναι υποτιτλισμένες στα γαλλικά, ένεκα της γαλλοφωνίας στο Μόντρεαλ. Επειδή η ζήτηση για ρετροσπεκτίβες είναι πολύ μεγάλη, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου κάνει επιλογή ταινιών και στέλνει αναλόγως στα διάφορα αφιερώματα. Μάλλον δεν έχει τη δυνατότητα να τις στείλει όλες.
- Μιας και ο δρόμος σύντομα θα σας φέρει πάλι στα Άδανα, στις αλησμόνητες πατρίδες, πόσο σας έχει επηρεάσει αυτός ο ξεριζωμός των Ελλήνων από τη Μικρασία; Έχει καταγραφεί στην κινηματογραφία σας;
- Νομίζω πως είμαι ο πρώτος που σε ταινία μεγάλου μήκους έβαλα μαρτυρίες Ελλήνων για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Υπάρχει ένας μονόλογος ενός ηθοποιού στον «Θίασο», που παίζει τον Αγαμέμνονα και μιλάει για την εθνική καταστροφή. Κάποια στιγμή θα πρέπει νομίζω η τουρκική πλευρά να σκεφτεί να αποδεχθεί ότι όντως ήταν Καταστροφή.
- Σ’ αυτό το ταξίδι μιλήσατε με τους μαθητές των τρίγλωσσων ημερήσιων σχολείων «Σωκράτης». Τι αποκομίσατε από αυτή τη συνάντηση;
- Καταρχάς, εντυπωσιάσθηκα από το σχολείο. Πολύ ωραίο σχολείο. Με εντυπωσίασαν τα παιδιά, που σηκώνονταν, έρχονταν μπροστά στο μικρόφωνο κι έκαναν ερωτήσεις. Και μάλιστα ερωτήσεις, που τις είχαν σκεφθεί σοβαρά. Ένας νεαρός ίσαμε δέκα χρονών μού ομολόγησε ότι θέλει να γίνει σκηνοθέτης. Όλο αυτό ήταν μοναδική εμπειρία, χάρηκα πολύ που υπάρχει αυτό το φυτώριο της ελληνικής γλώσσας εδώ στο Μόντρεαλ.
- Το Μόντρεαλ άνοιξε πρώτο το φεστιβάλ κινηματογράφου στον Καναδά. Ωστόσο, το Τορόντο πήρε τα ηνία. Πιστεύετε πως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το Μόντρεαλ κράτησε το ευρωπαϊκό προφίλ του, ενώ το Τορόντο …αυτομόλησε στο Χόλιγουντ;
- Πιστεύω πως μεγαλύτερο ρόλο έχει παίξει η αγγλική γλώσσα, που σήμερα είναι ένα είδος εσπεράντο. Όλοι μιλάνε αγγλικά, η δική μου γενιά μάθαινε γαλλικά κι ονειρευόταν το ταξίδι στη Γαλλία. Τώρα όλος ο κόσμος μιλάει αγγλικά και ονειρεύεται να πάει στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη. Αυτή η αγγλική γλώσσα είναι ισοπεδωτική, είναι διεισδυτική, τα σαρώνει όλα. Αυτή έχει αναδείξει και το φεστιβάλ του Τορόντο σε πιο εμπορικό, καθώς συμμετέχουν όλες οι ταινίες του Χόλιγουντ.
- Τι σημαίνει Ελλάδα για σας;
- Είχα πολλές ευκαιρίες να φύγω. Όταν άρχισα να έχω επιτυχία, μου έγιναν πολλές προτάσεις και από την Αμερική και από τη Γαλλία και από αλλού. Δεν έφυγα, όμως, ποτέ. Θα σας πω γιατί. Σπούδαζα στο Παρίσι και είχα αποφασίσει να μείνω εκεί. Δέχθηκα πρόταση να δουλέψω ως βοηθός και μετά θα ακολουθούσα την πορεία μου. Επέστρεψα στην Ελλάδα, ήταν το 1964, να δω τους δικούς μου και να ξαναφύγω. Καλοκαίρι, Ιουλιανά, συγκρούσεις με την Αστυνομία. Πέφτω πάνω στην Αστυνομία, περνώντας ένας αστυνομικός με χτυπάει χωρίς λόγο. Με πετάει κάτω, μου σπάει τα γυαλιά, έσκυψα να τα μαζέψω. Εκείνη τη στιγμή έγινε κάτι μέσα μου. Όταν γύρισα στο σπίτι με κάλεσε μία δημοσιογράφος να μου προτείνει να κάνω κριτική κινηματογράφου σε μια δημοκρατική εφημερίδα. Της είπα ότι σκόπευα να ξαναφύγω, να γυρίσω στο Παρίσι. Τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Το πρωί της τηλεφώνησα πως θα δεχόμουν τη δουλειά. Έτσι έμεινα στην Ελλάδα.
- Το Χόλιγουντ δεν έχει κατορθώσει να αγκαλιάσει τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο. Οφείλεται αποκλειστικά στη γλώσσα, ή υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες;
- Η γλώσσα είναι ο μεγάλος παράγοντας, αλλά είναι και αυτή η… ιμπεριαλιστική νοοτροπία του Χόλιγουντ. Η εξάπλωση μιας αυτοκρατορίας πατάει στη γλώσσα, αλλά και στην τέχνη. Η όλη ιστορία δεν είναι αθώα. Ο αμερικανικός κινηματογράφος έχει πλευρές. Ξεκίνησε αθώα, πρωτοποριακά, ξεκίνησε με διάφορους ανθρώπους, που έκαναν σημαντικό κινηματογράφο. Αλλά μετά, άρχισε να ξερνάει όσους είχαν λόγο παραπάνω από το σύνηθες, δηλαδή τον Όρσον Ουέλς, τον Τσάπλιν, τον έναν, τον άλλον. Το Χόλιγουντ δεν δέχεται την αυτονομία, την άποψη, τη διαφορετικότητα. Κάποτε κάποτε ξεφεύγουν κάποιοι, αλλά πάντα μέσα σε ένα πλαίσιο. Ο Κόπολα προσπάθησε να ξεφύγει, αλλά το πλήρωσε. Αυτό είναι, μια βιομηχανία.
- Πόσο έχει επηρεάσει τον ελληνικό κινηματογράφο η οικονομική κρίση και τον διεθνή κινηματογράφο η παγκόσμια; Ακόμη δεν έχουν φανεί τα σημάδια της οικονομικής κρίσης έντονα. Αύριο, μεθαύριο, θα είναι εμφανέστερα, δηλαδή είναι πιθανόν η επόμενη χρονιά να είναι μια χρονιά με απουσία ταινιών. Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου έχει νεκρωθεί, το υπουργείο Πολιτισμού δεν απαντάει, σαν να μην υπάρχει και συναλλάσσεται με τυχάρπαστους παραγωγούς, επειδή έτσι το θέλει κάποιος συμβουλάτορας. Αυτό που έχει σημασία είναι πως όλη αυτή την ιστορία την πληρώνει περισσότερο ο πολιτισμός. Και όμως, η κυβέρνηση θα πρέπει να καταλάβει πως ο μοναδικός χώρος που δεν πρέπει να θιγεί από αυτή την κρίση είναι ο πολιτισμός. Γιατί ο κινηματογράφος, το θέατρο, οι τέχνες δεν είναι μια ιστορία κέρδους, αλλά πνεύματος και ηθικού αναστήματος ενός λαού.
- Ανάλογη είναι και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα στην Ευρώπη;
- Ναι, αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη έχουν χαμηλώσει τραγικά οι προϋπολογισμοί για τον πολιτισμό, έχουν μικρύνει σημαντικά οι παραγωγες ταινιών, στη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανια, την Πορτογαλία κ.α.
- Ποια θέματα σας συγκινούν σήμερα για να φτιάξετε μια ταινία; Περάσατε έντονα στη φιλμογραφία σας το μετεμφυλιακό σύνδρομο στην Ελλάδα. Σήμερα πού βρίσκεστε; Η επόμενη ταινία μου είναι πάνω στη σημερινή κρίση. Είναι τελείως σύγχρονη και δεν έχει σχέση με παρελθόν. Έχει, μάλλον, σχέση με το μέλλον. Είναι μια ταινία, που ενώ σημαδεύει το παρόν, στοχεύει το μέλλον, σαν προφητεία μιας δύσκολης περιόδου, που θα γίνει δυσκολότερη αύριο.
- Ένα μικρό απολογισμό του έργου σας;
- Όλες μου οι ταινίες έγιναν με το ίδιο πάθος, με τον ίδιο νεανικό ενθουσιασμό. Οι ταινίες μου μιλούν για το χθές, το σήμερα, το αύριο, για ό,τι ενδιαφέρει τον άνθρωπο και ό,τι σαν συνείδηση μπορούσα να εισπράττω από τα ερωτήματα, που μπαίνουν στον κόσμο. Βέβαια, με την ιδιαιτερότητα ενός Έλληνα, γιατί είμαι Έλληνας.
- Θωρείτε ότι προσφέρει γνησιότητα η εθνικότητα;
- Δεν υπάρχει τίποτε πιο διεθνές από αυτό, που είναι εθνικό.
- Πώς βλέπετε τον ελληνικό κινηματογράφο σήμερα;
- Υπάρχει μια καινούρια γενιά, ελπιδοφόρα, έχει ταλέντο, έχει ενδιαφέρον. Μακάρι να επιβιώσει μέσα στην κρίση. Νομίζω πως κάτι θα βγει απ’ αυτή τη νέα ομάδα, που θα αφήσει ίχνη. Θα προκύψει κάτι σημαντικό.
- Ποια είναι η αγαπημένη σας ταινία, αυτή που σας έκανε να γίνετε σκηνοθέτης;
- Ήταν μία ταινία του αμερικανικού σινεμά. Μία ταινια που δεν θα την έλεγα αγαπημένη μου, αλλά ήταν αυτή που με οδήγησε. Χώθηκα στον κινηματογράφο κρυφά σαν τα παιδιά της εποχής. Τίτλος της ταινίας, «Άγγελοι με λασπωμένα πρόσωπα», του Μάικλ Ότις. Είναι μια ιστορία δύο φίλων μεγαλωμένων σε μια γειτονιά της Νέας Υόρκης. Ο ένας γίνεται παπάς και ο άλλος γκάγκστερ. Τελειώνει με τον γκάγκστερ να οδηγείται στην ηλεκτρική καρέκλα και τον παπά φίλο του να τον εξομολογεί. Βλέπουμε τη σκιά του μελλοθάνατου να μεγαλώνει στον τοίχο, εκείνον να παίζει τον σκληρό. Κατόπιν, σπάει: «Δεν θέλω να πεθάνω», λέει και ουρλιάζει να μην τον πάρουνε στην ηλεκτρική καρέκλα. Αυτή η κραυγή -ήμουν εννιά χρονών- αυτή η κραυγή «Δεν θέλω να πεθάνω», με άφησε ξάγρυπνο τις νύχτες και με οδήγησε στον κινηματογράφο οριστικά και αμετάκλητα.
- Υπάρχει μια καινούρια γενιά, ελπιδοφόρα, έχει ταλέντο, έχει ενδιαφέρον. Μακάρι να επιβιώσει μέσα στην κρίση. Νομίζω πως κάτι θα βγει απ’ αυτή τη νέα ομάδα, που θα αφήσει ίχνη. Θα προκύψει κάτι σημαντικό.
- Ποια είναι η αγαπημένη σας ταινία, αυτή που σας έκανε να γίνετε σκηνοθέτης;
- Ήταν μία ταινία του αμερικανικού σινεμά. Μία ταινια που δεν θα την έλεγα αγαπημένη μου, αλλά ήταν αυτή που με οδήγησε. Χώθηκα στον κινηματογράφο κρυφά σαν τα παιδιά της εποχής. Τίτλος της ταινίας, «Άγγελοι με λασπωμένα πρόσωπα», του Μάικλ Ότις. Είναι μια ιστορία δύο φίλων μεγαλωμένων σε μια γειτονιά της Νέας Υόρκης. Ο ένας γίνεται παπάς και ο άλλος γκάγκστερ. Τελειώνει με τον γκάγκστερ να οδηγείται στην ηλεκτρική καρέκλα και τον παπά φίλο του να τον εξομολογεί. Βλέπουμε τη σκιά του μελλοθάνατου να μεγαλώνει στον τοίχο, εκείνον να παίζει τον σκληρό. Κατόπιν, σπάει: «Δεν θέλω να πεθάνω», λέει και ουρλιάζει να μην τον πάρουνε στην ηλεκτρική καρέκλα. Αυτή η κραυγή -ήμουν εννιά χρονών- αυτή η κραυγή «Δεν θέλω να πεθάνω», με άφησε ξάγρυπνο τις νύχτες και με οδήγησε στον κινηματογράφο οριστικά και αμετάκλητα.
0 ΣΧΟΛΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ:
Δημοσίευση σχολίου