Η εικόνα στην αγορά εργασίας δείχνει αύξηση στην απασχόληση, χωρίς όμως να σημαίνει πραγματική ανάκαμψη για τους εργαζόμενους. Παρά το γεγονός ότι το 2025 η απασχόληση ενισχύθηκε και η ανεργία υποχώρησε στο 10,1%, μεγάλο μέρος των νέων θέσεων αφορά μερική ή εκ περιτροπής εργασία – συχνά με χαμηλές αποδοχές, που δεν εξασφαλίζουν αξιοπρεπές εισόδημα.
Στα μέσα του 2025 καταγράφονται πάνω από 630.000 εργαζόμενοι με μερική απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 23,3% του συνόλου. Το ίδιο αυτό 23% αμείβεται με «μερικό μισθό»: ο μέσος μεικτός είναι μόλις 583 ευρώ, με καθαρά γύρω στα 500 ευρώ. Ποσά που δυσκολεύονται να καλύψουν βασικές ανάγκες, πόσο μάλλον να «χτίσουν» ασφαλιστικό μέλλον.
Οι συνέπειες για το ασφαλιστικό σύστημα είναι ήδη ορατές. Οι χαμηλές αποδοχές και η ασταθής εργασία οδηγούν σε πολύ μειωμένες εισφορές, γεγονός που σε συνδυασμό με τις παλαιές συντάξεις και τις δημογραφικές πιέσεις δημιουργεί κρίσιμη ρωγμή στη βιωσιμότητα του συστήματος. Με δεδομένο ότι οι νέες συντάξεις για όσους αποχωρούν μετά το 2025 εκτιμάται ότι θα διαμορφωθούν κατά μέσο όρο στα 700–800 ευρώ από το 2028–2029, γίνεται σαφές πως η «εισπρακτική βάση» στενεύει.
Η μειωμένη εισοδηματική βάση σημαίνει αυτομάτως λιγότερα έσοδα για την κοινωνική ασφάλιση. Την εικόνα αυτή ενισχύει και η πρόσφατη αναφορά της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με την οποία «το κόστος εργασίας αυξήθηκε, αλλά οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν». Με άλλα λόγια, η ακρίβεια και ο πληθωρισμός ροκανίζουν κάθε αύξηση μισθού, μειώνοντας τόσο την αγοραστική δύναμη όσο και την ασφαλιστική ικανότητα των εργαζομένων.
Σε πρακτικό επίπεδο, αυτό σημαίνει ότι πολλοί εργαζόμενοι δεν θα κατορθώσουν να συγκεντρώσουν επαρκές εισόδημα και συνεχείς εισφορές για να θεμελιώσουν αξιοπρεπή σύνταξη. Άλλοι δεν θα συμπληρώσουν τα απαιτούμενα έτη ασφάλισης, ενώ για πολλούς οι εισφορές θα είναι τόσο χαμηλές ώστε η μελλοντική παροχή να παραμένει οριακή. Η μερική εργασία, παρότι αυξάνει τυπικά την απασχόληση, δεν εξασφαλίζει σταθερή ασφάλιση: οι συχνές αλλαγές συμβάσεων, οι ασταθείς ώρες και τα διαλείμματα στην απασχόληση δημιουργούν ασφαλιστικά «κενά».
Έτσι, το ασφαλιστικό σύστημα δέχεται ασφυκτική πίεση: λίγοι εισφέρουν επαρκώς, πολλοί δικαιούνται και διεκδικούν σύνταξη – και αυτή η εξίσωση δεν «βγαίνει», ειδικά όταν ο πληθωρισμός αυξάνει το κόστος των συντάξεων, ενώ οι εισφορές παραμένουν καθηλωμένες.
Την ίδια στιγμή, η κοινωνική ανησυχία μεγαλώνει. Οι νεότερες γενιές δηλώνουν όλο και πιο ανοιχτά ότι δεν πιστεύουν πως θα καταφέρουν να βγουν σε σύνταξη με ένα αξιοπρεπές ποσό. Οι χαμηλοί ή μερικοί μισθοί δεν επαρκούν ούτε για το «τώρα» – πόσο μάλλον για να εξασφαλίσουν το «αύριο»

0 ΣΧΟΛΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ:
Δημοσίευση σχολίου