Οι αυξήσεις στις τιμές βασικών αγαθών συνεχίζουν να πιέζουν τα ελληνικά νοικοκυριά, με τα τρόφιμα να παραμένουν στο επίκεντρο. Παρότι ο πληθωρισμός τροφίμων διαμορφώνεται στο 2,7%, σε επιμέρους προϊόντα οι ανατιμήσεις κινούνται σε πολύ υψηλότερα επίπεδα. Στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για τον πληθωρισμό Νοεμβρίου δείχνουν ότι η σοκολάτα αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 22,9%, ο καφές κατά 20,7%, τα κρέατα κατά 13% και τα φρούτα κατά 9%.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, οι καταναλωτές περιορίζουν τις αγορές τους στα απολύτως αναγκαία και στρέφονται μαζικά σε εκπτώσεις και προσφορές των σούπερ μάρκετ, καθώς η ακρίβεια απορροφά ακόμη και αυξήσεις σε συντάξεις ή στον κατώτατο μισθό. Την ίδια τάση καταγράφει και έρευνα της EY Ελλάδας, όπου η καλύτερη τιμή εμφανίζεται ως το βασικό κριτήριο επιλογής εμπορικής επιχείρησης, ενώ ακολουθούν οι εκπτώσεις, οι προσφορές και η βολική τοποθεσία καταστήματος.
Για να «βγει» ο λογαριασμός, σημαντικό μέρος των καταναλωτών δηλώνει ότι επιλέγει φθηνότερες μάρκες με παρόμοια ποιότητα σε ποσοστό 43%, αγοράζει από εκπτωτικά καταστήματα ή σούπερ μάρκετ σε ποσοστό 41% και καθυστερεί αγορές μέχρι να υπάρξει προσφορά σε ποσοστό 37%. Στην ίδια λογική εντάσσεται και η στροφή προς προϊόντα private label σε ποσοστό 36%. Παράλληλα, το 26% αναφέρει ότι ψωνίζει περισσότερα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, έναντι 37% την περασμένη χρονιά, ενώ το 70% δηλώνει ότι αγοράζει επώνυμα προϊόντα μόνο όταν υπάρχουν εκπτώσεις ή προσφορές. Τέσσερις στους πέντε καταναλωτές (79%) αναφέρουν επίσης ότι έχουν διαπιστώσει μείωση στο μέγεθος συσκευασίας σε ορισμένα brands, με τις τιμές να παραμένουν ίδιες ή να ανεβαίνουν.
Η πίεση αποτυπώνεται και στην καθημερινότητα, καθώς για πολλά νοικοκυριά η έξοδος σε εστιατόριο ή η αγορά ρούχων και παπουτσιών μετατρέπεται σε πολυτέλεια. Στο ίδιο πλαίσιο, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς εφορία και ασφαλιστικά ταμεία έχουν φτάσει τα 162 δισ. ευρώ, με 4 εκατομμύρια πολίτες να εμφανίζουν χρέη προς το Δημόσιο. Η προτεραιότητα, σύμφωνα με τα στοιχεία, δίνεται σε ενοίκιο, ρεύμα, είδη πρώτης ανάγκης και μετακινήσεις, πριν από την εξόφληση άλλων υποχρεώσεων.
Η ακρίβεια επηρεάζει άμεσα και τις γιορτινές αγορές. Έρευνα της Klarna καταγράφει ότι για το 95,1% των Ελλήνων οι αυξημένες τιμές αποτελούν καθοριστικό παράγοντα στις αγορές των Χριστουγέννων. Στο ίδιο δείγμα, το 46,9% αναφέρει ότι θα στραφεί σε πιο οικονομικά προϊόντα, το 37,9% θα μειώσει δαπάνες για μη απαραίτητα είδη, το 31,3% θα αγοράσει μόνο όταν υπάρχει προσφορά, το 23% θα οργανώσει πιο οικονομικά το γιορτινό τραπέζι και το 21% σχεδιάζει να αγοράσει λιγότερα δώρα.
Σύμφωνα με το ΙΝΚΑ Γενική Ομοσπονδία Καταναλωτών Ελλάδας, οι αυξήσεις σε κρέατα και παραδοσιακά γλυκά έχουν ανεβάσει το κόστος του φετινού εορταστικού τραπεζιού κατά 16% έως 20%. Με το κρέας να εμφανίζει άνοδο πάνω από 10% και τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα να πωλούνται 1 έως 2 ευρώ ακριβότερα, το ΙΝΚΑ υπολογίζει ότι για τετραμελή οικογένεια το κόστος φτάνει τα 187 ευρώ από 156 ευρώ πέρυσι, δηλαδή αυξάνεται κατά 31 ευρώ.
Ανατιμήσεις εντοπίζει και η μηνιαία έρευνα του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών, που εξετάζει αποκλειστικά τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Για το 12μηνο Δεκέμβριος 2024 – Νοέμβριος 2025, ο πληθωρισμός στις αλυσίδες διαμορφώνεται στο 1,06% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις καταγράφονται σε μπισκότα, σοκολάτες και ζαχαρώδη με 9,64%, στα κρέατα με 7,64%, σε είδη πρωινού και ροφήματα με 5,54%, σε φρέσκα ψάρια και θαλασσινά με 4,08% και σε γαλακτοκομικά και χυμούς ψυγείου με 2,75%. Το ΙΕΛΚΑ αποδίδει τις ανατιμήσεις σε γλυκά, πρωινό και ροφήματα στις διεθνείς τιμές κακάο και καφέ, ενώ για τα φρέσκα κρέατα επισημαίνει δύο παράγοντες: τις αυξήσεις διεθνών τιμών στα εισαγόμενα, ειδικά στο μοσχάρι λόγω μείωσης του ζωικού κεφαλαίου, και τις ασθένειες ζώων που έπληξαν περιοχές εκτροφής στην Ελλάδα, ιδίως στα αμνοερίφια. Στον αντίποδα, μειώσεις καταγράφονται στα απορρυπαντικά και είδη καθαρισμού κατά 7,11%, στα τρόφιμα παντοπωλείου κατά 3,82% και σε χαρτικά, καλλυντικά και είδη προσωπικής υγιεινής κατά 2,63%.
Παράλληλα, μεγάλη παραμένει η απόσταση ανάμεσα στην τιμή παραγωγού και στην τιμή που πληρώνει ο καταναλωτής. Στα κρέατα η «ψαλίδα» ξεπερνά το 150% και στα φρούτα και τα λαχανικά φτάνει ακόμη και πάνω από 300%. Ενδεικτικά, το αρνί πωλείται από τον παραγωγό κατά μέσο όρο 9 ευρώ το κιλό και φτάνει στον καταναλωτή στα 14 ευρώ το κιλό, με διαφορά 55%. Στο μοσχάρι, οι τιμές παραγωγού κινούνται από 6,5 έως 7,8 ευρώ το κιλό, ενώ οι καταναλωτές το αγοράζουν από 17 έως 20 ευρώ, με την απόκλιση να υπερβαίνει το 150%. Στα οπωροκηπευτικά, η διαφορά καταγράφεται στο 325% στα μανταρίνια, στο 250% στα μήλα, στο 220% στα πορτοκάλια, στο 200% στα λεμόνια, στο 170% στα αχλάδια και στο 150% στα αγγούρια. Επισημαίνεται ότι στις τελικές τιμές συνυπολογίζονται κόστη συσκευασίας και μεταφοράς, καθώς και το κέρδος των λιανεμπόρων.
Με την ακρίβεια να παραμένει βασικό πρόβλημα, οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του κράτους προχωρούν σε εκτεταμένους ελέγχους για αδικαιολόγητες ανατιμήσεις και πλασματικές εκπτώσεις ή προσφορές. Οι έλεγχοι αναμένεται να ενταθούν αυτή την εβδομάδα, καθώς κορυφώνεται η αγοραστική κίνηση, σε όλη τη διατροφική αλυσίδα και σε εμπορικά καταστήματα, από εποχικά έως σημεία πώλησης δώρων, ένδυσης και υπόδησης.
Στη «μάχη» αναμένεται να μπει και η νέα Ανεξάρτητη Αρχή Εποπτείας της Αγοράς και Προστασίας του Καταναλωτή, η οποία εκτιμάται ότι θα τεθεί σε λειτουργία έως το τέλος Ιανουαρίου, το αργότερο μέσα στον Φεβρουάριο. Στη νέα Αρχή θα ενσωματωθούν προσωπικό και αρμοδιότητες της Διυπηρεσιακής Μονάδας Ελέγχου Αγοράς, της Διεύθυνσης Προστασίας Καταναλωτή και του Συνηγόρου του Καταναλωτή, ώστε οι καταναλωτές να απευθύνονται σε μία ενιαία υπηρεσία για καταγγελίες και προστασία δικαιωμάτων. Η στελέχωση προβλέπει 500 εργαζομένους, εκ των οποίων 300 ελεγκτές, ενώ στις επόμενες ημέρες αναμένεται να ξεκινήσουν και οι πρώτοι έλεγχοι για πλασματικές εκπτώσεις ενόψει της χειμερινής εκπτωτικής περιόδου, η οποία θα αρχίσει στις 12 Ιανουαρίου και θα ολοκληρωθεί στο τέλος Φεβρουαρίου.
Τέλος, προχωρά και η ολοκλήρωση του νομοθετικού πλαισίου για τη λειτουργία λαϊκών αγορών αποκλειστικά για παραγωγούς. Στόχος είναι να περιοριστεί η διαφορά ανάμεσα στις τιμές παραγωγού και στις τιμές καταναλωτή, με τους δήμους σε όλη τη χώρα να αποκτούν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν τέτοιες αγορές το αμέσως προσεχές διάστημα, χωρίς να αλλάξει η λειτουργία των υφιστάμενων λαϊκών αγορών.
πηγή: Realnews

0 ΣΧΟΛΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ:
Δημοσίευση σχολίου