Η εικόνα στην αγορά εργασίας ανατρέπει τον μύθο του «τεμπέλη Έλληνα». Σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία, η Ελλάδα καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων που δουλεύουν πολύ πάνω από το τυπικό ωράριο, ξεπερνώντας τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφήνοντας πίσω της χώρες με ισχυρές οικονομίες. Οι αριθμοί δείχνουν ότι σημαντικό κομμάτι του εργατικού δυναμικού απασχολείται σε εβδομάδες που «τραβούν» πολύ, με υπερωρίες που έχουν γίνει καθημερινότητα σε κλάδους όπως το εμπόριο, ο τουρισμός, οι υπηρεσίες και η μεταποίηση.
Τα δεδομένα αποτυπώνουν δύο παράλληλες πραγματικότητες. Από τη μία, η ελληνική οικονομία στηρίζεται σε ώρες «πέραν του προγράμματος», ώστε να καλύψει αιχμές ζήτησης και ελλείψεις προσωπικού. Από την άλλη, οι εργαζόμενοι βιώνουν αυξημένη πίεση χρόνου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ισορροπία ζωής–εργασίας, την υγεία και την παραγωγικότητά τους. Η Eurostat καταγράφει ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην κορυφή της Ε.Ε. στο ποσοστό όσων δουλεύουν «πολύ μεγάλες» εβδομάδες, ενώ χώρες όπως η Βουλγαρία και οι βαλτικές εμφανίζουν τα χαμηλότερα ποσοστά.
Το φαινόμενο δεν αφορά μόνο τους αυτοαπασχολούμενους· επηρεάζει και μισθωτούς σε βάρδιες ή έντονα εποχικούς κλάδους. Η συζήτηση ανοίγει ξανά για το πώς θα αμείβονται και θα ελέγχονται οι υπερωρίες, πώς θα περιορίζονται τα «γκρίζα» ωράρια και πώς θα θωρακιστούν τα δικαιώματα χωρίς να υπονομεύεται η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Οι εργοδοτικές οργανώσεις ζητούν μεγαλύτερη ευελιξία στα ωράρια με καθαρούς κανόνες, ενώ τα συνδικάτα επιμένουν στη διαφάνεια, στις συλλογικές συμβάσεις και στην αποτελεσματική επιθεώρηση εργασίας.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι η Ελλάδα εργάζεται πολύ. Το ζητούμενο πλέον είναι αν –και πώς– αυτό θα μεταφραστεί σε καλύτερους μισθούς, παραγωγικότητα και ποιότητα ζωής για όσους κρατούν «όρθιες» κρίσιμες αλυσίδες της οικονομίας.
Πηγή: enikos.gr
0 ΣΧΟΛΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ:
Δημοσίευση σχολίου