Η Ελλάδα έχασε περίπου 3,4 έτη υγιούς γήρανσης την τελευταία δεκαετία, στοιχείο που κατατάσσει τη χώρα χαμηλά στην Ευρώπη ως προς την ποιότητα ζωής μετά τα 65. Οι ειδικοί αποδίδουν την πτώση σε τρεις ταυτόχρονες πιέσεις: αύξηση χρόνιων νοσημάτων, υποχρηματοδότηση και κενά στην οργάνωση της μακροχρόνιας φροντίδας.
Ο παγκόσμιος πληθυσμός άνω των 65 αυξάνεται ραγδαία – από 280 εκατ. το 1980 σε 761 εκατ. το 2021 – και έως το 2050 οι ηλικιωμένοι εκτιμάται ότι θα φτάσουν το 17% του πληθυσμού. Στην Ελλάδα, ο δημογραφικός αντίκτυπος είναι ακόμη πιο έντονος: από το 2011 ο πληθυσμός συρρικνώνεται και, με βάση τις τρέχουσες τάσεις, αναμένεται να διαμορφωθεί στα 8,3–9 εκατ. το 2050, με μεγάλη μείωση του παραγωγικού κορμού.
Σήμερα ζουν στη χώρα περίπου 2,4 εκατ. άτομα άνω των 65 και 600.000 άνω των 85 ετών. Την ίδια ώρα, η ζήτηση για μακροχρόνια φροντίδα αυξήθηκε κατά 40% την περίοδο 2005–2020 και προβλέπεται να ανεβεί κι άλλο, την ώρα που το σύστημα διαθέτει περιορισμένες δομές και υπηρεσίες για κατ’ οίκον υποστήριξη και ανακουφιστική φροντίδα.
Οι προβολές για την επόμενη εικοσιπενταετία είναι πιεστικές: οι πολίτες 20–69 ετών εκτιμάται ότι θα μειωθούν αισθητά, θέτοντας προκλήσεις στην οικονομία και το ασφαλιστικό. Η μείωση της «υγιούς ζωής» αντανακλάται και στις καθημερινές ανάγκες: περισσότερες συνοσηρότητες, αυξημένη εξάρτηση από άτυπη φροντίδα και ανάγκη για ισχυρή πρωτοβάθμια περίθαλψη με έμφαση στην πρόληψη.
Οι ειδικοί της Γεροντολογικής και Γηριατρικής Εταιρείας τονίζουν ότι η ανάσχεση της φθοράς απαιτεί συνεκτικό σχέδιο: ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας, οργανωμένη μακροχρόνια περίθαλψη, πολιτικές ενεργού γήρανσης (άσκηση, διατροφή, κοινωνική συμμετοχή) και στοχευμένες δράσεις κατά των χρόνιων νοσημάτων. Χωρίς τέτοια «ασπίδα», οι χαμένες «υγιείς» χρονιές θα συνεχίσουν να αυξάνονται, επιβαρύνοντας πολίτες και σύστημα υγείας.
0 ΣΧΟΛΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ:
Δημοσίευση σχολίου