Σκληρή γραμμή απέναντι στις ακραίες και προσβλητικές συμπεριφορές δικηγόρων σε βάρος δικαστικών λειτουργών υιοθετεί η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, η οποία κατέθεσε ολοκληρωμένο πακέτο προτάσεων για την ενίσχυση της προστασίας τους. Η Ένωση ενημέρωσε σχετικά τον υπουργό Δικαιοσύνης και την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, ζητώντας αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο.
Λίγο πριν από τη δίωρη αποχή των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους, από τις 11:00 έως τις 13:00, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τη στοχοποίηση και την επίθεση που καταγγέλλουν ότι δέχονται, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων επανήλθε με επιστολή προς τα πολιτικά κόμματα, τον υπουργό Δικαιοσύνης και την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου. Η επιστολή εντάσσεται στην εκτέλεση αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου της, λόγω «της αυξανόμενης έντασης που παρουσιάζεται το τελευταίο διάστημα σε βάρος δικαστών και εισαγγελέων από μερίδα δικηγόρων και τις ολέθριες συνέπειες που μπορεί να έχει για τη λειτουργία του Κράτους Δικαίου η συνέχιση αυτής της θεσμικής διολίσθησης».
Η Ένωση συνδέει ευθέως τις αντιδράσεις μέρους του δικηγορικού κόσμου με τις επερχόμενες εκλογές στους Δικηγορικούς Συλλόγους και καλεί τους δικηγόρους «να μην παρασύρονται από τη συγκυρία ούτε να τοποθετούν τη συναδελφική αλληλεγγύη πάνω από την υπεράσπιση του κύρους της Δικαιοσύνης». Σημειώνει χαρακτηριστικά ότι, εάν δεν αναγνωριστεί η έκταση του φαινομένου και εάν οι Δικηγορικοί Σύλλογοι δεν ασχοληθούν με τα βαριά πειθαρχικά αδικήματα που τελούν μέλη τους, αποδεχόμενοι κατ’ ουσίαν μια «ιδιότυπη ασυλία» στο όνομα της μεταξύ τους αλληλεγγύης, τότε «η ευθύνη για τον έλεγχο ακραίων και αντιθεσμικών συμπεριφορών δικηγόρων θα πρέπει να περάσει στη δωσιδικία δικαστικών οργάνων». Προσθέτει ότι με αυτό τον τρόπο «υπονομεύουν οι ίδιοι οι δικηγόροι το μοναδικό πλεονέκτημα της αυτοοργάνωσης» και τον ειδικό ρόλο που τους έχει ανατεθεί από τον νομοθέτη να κρίνουν οι ίδιοι τα πειθαρχικά παραπτώματα των μελών τους.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται σε «φαινόμενα δικηγόρων, που επιδιώκοντας δημοσιότητα και προβολή ή ακόμα και απόπειρα άσκησης πίεσης προς όφελος του πελάτη τους, δεν διστάζουν να αξιοποιούν κάθε είδους συκοφαντία και χυδαιότητα σε βάρος δικαστικών λειτουργών, ακόμα και κατά τη διάρκεια μιας ακροαματικής διαδικασίας». Η Ένωση υποστηρίζει ότι τα φαινόμενα αυτά έχουν αυξηθεί τους τελευταίους μήνες.
Κατά την ΕΔΕ, «δεν πρόκειται για ζήτημα συντεχνιακό αλλά βαθιά θεσμικό και αφορά τη λειτουργία της Δημοκρατίας μας», καθώς «ο έλεγχος έχει πλέον χαθεί και η μόνη λύση είναι να ληφθούν μέτρα». Όπως τονίζει, «οι υποθέσεις δεν γίνεται να δικάζονται εν μέσω συκοφαντιών και προσβολών και μόνο όταν ή όπως επιθυμούν εκείνοι που συγχέουν τη δικαιοδοτική κρίση με τα συμφέροντά τους». Προειδοποιεί ακόμη ότι, αν δεν υπάρξει άμεση παρέμβαση «μέσω ουσιαστικών συναινέσεων του πολιτικού κόσμου», τα φαινόμενα αυτά «αναμένεται να διογκωθούν, να βρουν νέους μιμητές και να πλήξουν έτι περαιτέρω το κύρος της Δικαιοσύνης εις βάρος των πολιτών και προς όφελος ανεξέλεγκτων φορέων συμφερόντων».
Στο πλαίσιο αυτό, η Ένωση προτείνει την τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα Ποινικής και Πολιτικής Δικονομίας. Ως πιθανούς τρόπους αντιμετώπισης συμπεριφορών δικηγόρων που διαταράσσουν την ομαλή διεξαγωγή της δίκης, υπερβαίνοντας τα επιτρεπόμενα όρια, αναφέρει είτε την άμεση ποινική αντιμετώπιση μέσω ειδικού νομικού πλαισίου περί περιφρόνησης του δικαστηρίου, είτε τη δυνατότητα επιβολής ουσιαστικά αποτρεπτικών πειθαρχικών ποινών από το ίδιο το δικαστήριο, είτε την απομάκρυνση του δικηγόρου από την αίθουσα.
Συνεκτιμώντας, όπως σημειώνει, τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής έννομης τάξης, τη σημασία της ελευθερίας της έκφρασης, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και την αρχή της αναλογικότητας, η ΕΔΕ θεωρεί πιο ήπια και ενδεδειγμένη τη λύση της απομάκρυνσης του δικηγόρου από την αίθουσα και της αποβολής του από τη συγκεκριμένη δίκη, σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις «σοβαρής διατάραξης της συνεδρίασης ή βαριάς και επανειλημμένης προσβλητικής συμπεριφοράς κατά του δικαστηρίου ή μέλους του», με παράλληλη τήρηση της υποχρέωσης υποβολής πειθαρχικής αναφοράς και, όπου συντρέχει περίπτωση αξιόποινης πράξης, σύνταξης έκθεσης και διαβίβασής της στον εισαγγελέα.
Διευκρινίζει ότι η απομάκρυνση θα μπορεί, εφόσον χρειαστεί, να εκτελείται με τη συνδρομή της αστυνομικής φρουράς, ενώ περιπτώσεις απείθειας ή αντίστασης του δικηγόρου θα αντιμετωπίζονται με τις ήδη ισχύουσες διατάξεις. Στην περίπτωση αυτή, ο δικηγόρος, ως αποβληθείς, δεν θα χειρίζεται πλέον την υπόθεση στο ακροατήριο, γεγονός που επιτρέπει, αν πρόκειται για αυτόφωρο αδίκημα, τη σύλληψή του, ανεξάρτητα από τη μη δυνατότητα εκδίκασης της υπόθεσης με την αυτόφωρη διαδικασία.
Παράλληλα, η Ένωση προτείνει να προβλέπεται υποχρεωτική διακοπή της ποινικής δίκης, εφόσον το ζητήσει ο διάδικος του οποίου ο δικηγόρος έχει αποβληθεί, ώστε να παρασταθεί με άλλον δικηγόρο της επιλογής του, καθώς και αυτεπάγγελτη αναβολή της πολιτικής δίκης σε σύντομη δικάσιμο, για τη διασφάλιση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. Τονίζει ότι δεν υπάρχει ανάγκη διακοπής ή αναβολής όταν ο διάδικος εκπροσωπείται από περισσότερους του ενός δικηγόρους.
Για τις περιπτώσεις που ο διάδικος είναι απών και εκπροσωπείται από δικηγόρο σε ποινική δίκη, η Ένωση ζητεί να προβλέπεται υποχρεωτική διακοπή της συζήτησης και κλήτευση του απόντος, με επίδοση αποσπάσματος των πρακτικών όπου θα καταγράφεται η αποβολή του συνηγόρου και η διάταξη περί διακοπής. Τέλος, επισημαίνει ότι ιδιαίτερες περιπτώσεις, όπως ανάγκη παράστασης με περισσότερους δικηγόρους ή μη επάρκεια του χρόνου διακοπής, μπορούν να αντιμετωπίζονται με την εφαρμογή των γενικών διατάξεων.

0 ΣΧΟΛΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ:
Δημοσίευση σχολίου