Κατά τα μέσα του 2010 κυκλοφόρησε στη χώρα μας το βιβλίο του Αχμέτ Νταβούτογλου, ΤΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΒΑΘΟΣ - Η Διεθνής Θέση της Τουρκίας. Πρόκειται περί μιας παλαιότερης μελέτης του σημερινού ΥΠΕΞ της γείτονος χώρας, διανοητή και ακαδημαϊκού, σχετική με το πώς βλέπει τα πράγματα από γεωστρατηγικής πλευράς και για την πολιτική που πρέπει ν’ ακολουθήσει η χώρα του, κατά τη γνώμη του. Το βιβλίο αυτό δημιούργησε αίσθηση, έγινε αντικείμενο στοχασμού και συντέλεσε στο να του αποδοθούν οι σημερινοί γνωστοί χαρακτηρισμοί.
Το γεγονός ότι ο πολιτικός αυτός άνδρας της Τουρκίας χαρακτηρίζεται μεταξύ άλλων ως ακραία εθνικιστής και ισλαμιστής, σε συνδυασμό με το ότι δεν υπήρχε μέχρι σήμερα μια εκτενής παρουσίαση του βιβλίου του, το οποίο οπωσδήποτε μας ενδιαφέρει, με ώθησε να προβώ σε μια λεπτομερή ανάλυση και κριτική. Δεν κατέχω πτυχία κοινωνιολογίας ούτε έχω εντρυφήσει σε θέματα στρατηγικής πολιτικής, θα το ερμηνεύσω απλά ως μέσος Έλληνας που ενδιαφέρεται για τον τόπο του και στοχάζεται κάπως.
Μελέτησα το ομολογουμένως δύσκολο κατά τον τρόπο που έχει γραφτεί βιβλίο του και, με μεγάλες προτάσεις και ορισμούς, τους οποίους δεν ήμουν ειδικός να κρίνω. Η μετάφραση, η επιμέλεια και γενικά η έκδοσή του στην Ελληνική έγιναν από ανθρώπους που είναι ειδικοί σε θέματα κοινωνιολογίας και διεθνών σχέσεων. Θα ήθελα τα κείμενα να είχαν προσεχθεί λίγο περισσότερο όσον αφορά τη γλώσσα και να υπήρχαν υποσημειώσεις για να είναι βατά στον καθένα μας, μια που θεωρώ ότι το βιβλίο αυτό πρέπει να κατανοηθεί από όλους.
Αλλά ας δούμε το ίδιο το βιβλίο, καλύτερα. Στην ανάλυσή του προσπάθησα να είμαι όσο το δυνατόν συνοπτικός, επικεντρωμένος σε αυτά που νομίζω ότι μας ενδιαφέρουν περισσότερο. Πέραν από τα λίγα σχόλια που κάνω στη διαδρομή της ανάλυσής μου, προβαίνω εν κατακλείδι σε μια κριτική, όπου για να είμαι συνεπής και με τη συναισθηματική φόρτιση του συγγραφέα που παρατήρησα στο τέλος του βιβλίου του, φρόντισα να κλείσω και εγώ ανάλογα συναισθηματικά, ίσως κάπως τραβηγμένα με μιαν αναφορά στον Έρωτα, σ’ αυτό το κτήνος το πολιτικό που κινεί της ζωής τα νήματα, στο οποίο εμείς οι Έλληνες αποδίδουμε σπονδές και πάντα μας ενδιαφέρει. ...
Α. ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο συγγραφέας αναφέρεται στην αναγκαιότητα της μελέτης του και στις αντικειμενικές δυσκολίες που παρουσιάζει η επιστημονική φροντίδα του πονήματός του, ευχόμενος να αποβεί ωφέλιμο για την πατρίδα του και όχι για μόνο.
Β. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Παρατίθενται οι ενότητες του έργου και ορίζονται οι βασικές αρχές του γεωστρατηγικού πραγματισμού. Αυτό που προκύπτει από την αρχή είναι ότι ο Νταβ. χρησιμοποιεί την εξουσία της γνώσης και του λόγου, έχει αναλυτικό στοχασμό με Δυτικού τύπου παιδεία αλλά και πλατειάζει. Δείχνει να έχει επηρεαστεί από τους γεωστρατηγιστές[1], Mackinder[2], Mahan[3], Spykman[4], Kennedy[5], Huntington[6] αλλά η κατεύθυνσή του είναι ανατολικότροπη.
Πιστεύει πως ήλθε η στιγμή να ξαναγίνει η Τουρκία σημαντικός παίχτης στη διεθνή γεωστρατηγική σκακιέρα. Παρά ταύτα, δείχνει να διέπεται από μια ανασφάλεια λόγω της πολυπλοκότητας της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί μετα την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Το γεγονός αυτό, σε συσχετισμό με το πολυπολικό σύστημα εξουσίας που παρατηρεί, θεωρεί ότι είναι συγχρόνως και η ευκαιρία της Τουρκίας για την ανασύσταση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από την οποία προέρχεται.
Βασικούς παράγοντες για την επίτευξη αυτού του σκοπού θεωρεί τον διαρκώς αυξανόμενο πληθυσμό της χώρας του, την ύπαρξη βάθους ενδοχώρας, την οικονομική ανάπτυξη και τη στρατιωτική ισχύ. Κρίνει ότι η πραγματοποίηση της προοπτικής αυτής θα επέλθει με εργαλεία τους διεθνείς οργανισμούς (ΝΑΤΟ, ΟΑΣΕ, G20-8, OΟΣΠΑ. κ.λπ.).
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ : ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Ξεκινώντας το κύριο μέρος της μελέτης του, αναπτύσσει την αρχή των εννοιών (εννοιολογία), δηλώνοντας, προφανώς για να στηριχθεί στις απόψεις του, ότι η νοηματική προσέγγιση έχει μεγάλη σημασία. Εξετάζει τη σχέση Ισχύος - Δικαιοσύνης, από τον Θουκυδίδη [7] ως τον Ιμπν Χαλντούν [8] και από τον Clausewitz [9] ως τον Morgenthau [10] αλλά και από τον Πλάτωνα στο διάλογο του Θρασύμαχου[11] ως τον Μακιαβέλι [12]. Παρέχεται η έννοια της ισχύος με τύπους κι εξισώσεις (σελ.48), όμως, μη λαμβάνοντας υπόψη του τον παράγοντα της αρχαιο-Ελληνικής Νέμεσης. Το στίγμα της φιλοσοφίας του κλείνει στο Δαρβινισμό, το κοινωνικό του προφίλ στο νεορεαλισμό, ενώ διακρίνονται στοιχεία που οδηγούν στον υφέρποντα φασισμό.
Θεωρεί ότι για την αναβάθμιση της Τουρκίας πρέπει να επέλθει πρώτα αλλαγή της νοοτροπίας της και της εξωτερικής της πολιτικής, με το λαό ενωμένο (προφανώς, αφού αποτελείται από διαφορετικές εθνότητες και νοοτροπίες) και εμφανίζεται κάθετα αντίθετος με την ανάδυση των μειονοτήτων, ενός της χώρας του (σελ.50). Ένας τρόπος παρεμποδισμού τους εκτός από τον καθορισμό των εννοιών είναι η δημιουργία και επιβολή κοινών σύμβολων και η σύγκλιση των πολιτιστικών ρευμάτων. Εξ αυτού προκύπτει ότι ο συγγραφέας εφαρμόζοντας το κλασικό ρητό «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» τείνει προς την χάραξη των εννοιών κατά το συμφέρον πλαίσιο (παρα-χάραξη). Όλα αυτά οδηγούν τη σκέψη του αναγνώστη στο Mein Kampf του Χίτλερ (το οποίο είναι και best seller στην Τουρκία τα τελευταία 2-3 χρόνια) αλλά και προβληματίζουν για το αν ο Νταβ. είναι πράγματι θρησκευόμενος ή χρησιμοποιεί τη θρησκεία ως μέσον του σκοπού του.
Σχετικά με την Αμερική, πιστεύει πως έχει χάσει πλέον την ηγετική πολιτικο-οικονομική πρωτοκαθεδρία διότι έχει ανοιχτεί σε πολλά μέτωπα ενώ αναδύεται η Ασιατική ισχύς, οπότε η ανασύσταση του Οθωμανικού κράτους πρέπει να στοχεύσει πρώτα το οικονομικο-πολιτικό πλαίσιο και κατόπιν να προχωρήσει στην επέκταση των στόχων με κατάληξη την Ρax Otomanica. Ορίζει την εθνικότητα σαν συμβατική ταυτότητα, πράγμα που σημαίνει ότι δεν αποδέχεται τη φυλετική καθαρότητα αλλά την ιδεολογικο-πολιτική.
Στη στρατηγική των ενεργειών του αυτοπροσδιορίζεται θαυμαστής του Clausewitz, ήτοι του μακροπρόθεσμου σχεδιασμού με τακτικές κινήσεις ελιγμών και ξαφνικές επιθέσεις - άλματα προς τη νίκη. Εδώ έχουμε ένα πολεμιστή πολιτικό σε μια παραλλαγή του γνωστού δόγματος του Πρώσου στρατιωτικού από το: «ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα» σε: «η πολιτική είναι η συνέχεια του πολέμου με άλλα μέσα».
Προβαίνει σε μια έκκληση της ενεργοποίησης της ελίτ της χώρας του στο δρόμο της πολιτικής βούλησης (σελ.71) και αναφέρει ότι η στρατηγική της ισχυροποίησης αποδίδει εθνική ταυτότητα. Πίσω από την επεκτατική πολιτική του, όμως, διακρίνουμε αυτό που φοβάται, τον κατακερματισμό της Τουρκίας (σελ.77). Ο συγγραφέας πέραν των άλλων προκύπτει και φοβισμένος άνθρωπος. Στη μνήμη μας έρχεται μια δημόσια φράση του «ή θα γράψουμε ιστορία ή θα μας συντρίψει η ιστορία». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πίσω από τον Νταβ. υπάρχει φόβος.
Την ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας τη θεωρεί βασική παράμετρο για τη δημιουργία της ισχύος. Ο πληθυσμός παρουσιάζεται τώρα ως ο καταλύτης του συστήματος προς το όραμά του. Την αεροπορία τη θέλει σε ρόλο «μακρινού χεριού», ικανή για την εκτέλεση εξω-συνοριακών επεμβάσεων. Μέσα σε όλα προκύπτει ότι από το 1964 η Τουρκία ετοιμαζόταν για απόβαση στην Κύπρο (σελ. 85) και οι ενδείξεις είναι ότι προετοιμάζεται για κάτι ανάλογο στο Αιγαίο.
Αναφέρει ότι καθώς σε 30 περίπου χρόνια η Τουρκία θα έχει διπλασιάσει τον πληθυσμό της (θα έχει φτάσει στα 150 εκατομμύρια, περίπου), θα υπάρξει θέμα ζωτικού χώρου. Οι βασικές στρατιωτικές ανάγκες της καλύπτονται ήδη από την εγχώρια βιομηχανία, αλλά πρέπει να δοθεί έμφαση στα κενά, στη τεχνολογία και στις εξαγωγές. Επισημαίνει ότι ο Τουρκικός κόσμος εκτείνεται από την Αδριατική ως το Σινικό τοίχος, εκδηλώνοντας μια νοσταλγική επιθυμία (σελ.90).
Κατόπιν, αρχίζει να δημιουργεί το πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής της χώρας του, υπό την έννοια της ισχύος, των στόχων, της συμπεριφοράς και προπαντός της βούλησης. Αρχή του είναι η ελαστικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής αναλόγως των περιστάσεων, με τη μελέτη διαφόρων σεναρίων όπου το ΥΠΕΞ με το Κέντρο Στρατηγικών Μελετών θα έχει τον πρωτεύοντα ρόλο στην κατεύθυνσή της, στην οποία εξωτερική πολιτικοί οφείλουν οι πάντες να είναι ενταγμένοι (υπερ-υπουργείο εξωτερικών). Η εθνοσυνέλευση οφείλει να νουθετεί τα πολιτικά κόμματα και την αντιπολίτευση(!) στο δρόμο της εθνικής ιδέας, ενώ τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα τα θέλει όχι ως μέσα επαγγελματικής κατάρτισης αλλά φορείς πατριδογνωσίας (σελ. 97).
Όσο προχωράμε, τόσο μας εκπλήσσει, δυσάρεστα, συνυπαρχούσης της θέσης που βρισκόμαστε σήμερα και τη γειτονία μας, πόσο μάλλον που στα πρότυπά του έχουν προστεθεί οι Fukuyama[13], Brenzinsky[14], Kissinger[15]. Ο Νταβ. χρησιμοποιεί όλη την αφρόκρεμα της μονόπλευρης σε κατεύθυνση πολιτικο-επεκτατικής διανόησης σ’ ένα στρατηγικό προγραμματισμό, όχι για να στηρίξει τις θέσεις του αλλά για να στηριχθεί επάνω τους και να τις πραγματώσει.
Σε σχέση με την πολιτική του παρελθόντος, απορρίπτει τις πρακτικές που εφαρμόστηκαν που είχαν σαν αποτέλεσμα την απώλεια εδαφων, θεωρώντας χειρότερη συμπεριφορά όλων την αδράνεια. Διάκειται ευμενώς στα πρότυπα του Μεχτέρ [16], υπό την έννοια της ανάκτησης των χαμένων εδαφών, κι εκφράζει ανησυχία για το ότι σβήνει η Τουρκική κληρονομιά σε Βουλγαρία και Ελλάδα. Τα θρησκευτικά κτίσματα και τους μουσουλμάνους της Ευρώπης τα θεωρεί ζώντα στοιχεία της ζωής του Τουρκικού έθνους, και τους Βόσνιους ως τα πιο προωθημένα κατάλοιπα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Ευρώπη. Εμμέσως πλην σαφώς, λέει ότι, καθόσον πας Ευρωπαίος μουσουλμάνος = Τούρκος, η υπεράσπιση των εδαφών αυτών πρέπει να καλύπτεται από την ενεργή Τουρκική διπλωματία και την εμφανή στρατιωτική ισχύ.
Επομένως, η άμυνα των εδαφών της Κων/πολης - Θράκης ξεκινά από την Αλβανία και τη Βοσνία (σελ.106), ενώ του Καύκασου από το Γκρόζνι (Τσετσενία).Τα χρόνια της Οθωμανικής παρουσίας θεωρεί ότι δημιουργούν πάγια κεκτημένα δικαιώματα. Παραταύτα, είναι αντίθετος σε πάσης φύσεως εθνικιστικές εξάρσεις και ρητορείες, υποστηρίζοντας την πολιτική του Σιωπηλού Δρόμου. Αναφέρεται πάλι στην Τουρκική ελίτ που οφείλει να έχει ανάλογης φύσεως οράματα προερχόμενα από τη λαϊκή βούληση. Εδώ, όμως, αυτοαναιρείται, καθόσον έχει ήδη αναφέρει ότι ο λαός πρέπει να γαλουχείται κατευθυνόμενα εθνικο-πολιτικά σε όλο το φάσμα της ζωής του, ακόμα και στα πανεπιστήμια.
Απαλλαχθείτε από το διχασμό της προσωπικότητας μεταξύ Ασίατη κι Ευρωπαίου, λέει κατόπιν στο λαό, αυτοαναιρούμενος έτσι εισέτι περισσότερο όσον αφορά τη βούληση, μπαίνοντας στον τομέα της ψυχολογίας, όπου για να γίνει κατανοητός χρησιμοποιεί παραδείγματα απο το ποδόσφαιρο και την πάλη. Σιωπηλός δρόμος- προετοιμασία - σύστημα - πίστη - νίκη, προκύπτει το πλαίσιο της προπονητικής του, γενόμενος έτσι κόουτς μιας ομάδας με ένδοξο παρελθόν και όνομα όπου ήλθε καιρός να ξαναβρεθεί στις υψηλότερες θέσεις της βαθμολογίας. Αναφέρεται απαξιωτικά στις χώρες χωρίς οράματα (αλήθεια, τι θα γινόταν αν είχαν ανάλογα οράματα όλες τους;) και προτείνει την πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική απαλλαγμένη από ανασταλτικούς παράγοντες.
Πιστεύοντας ότι συνθέτει το πλαίσιο της πολιτικής που θ’ ακολουθήσει η χώρα του τον 21 αιώνα, ξεκινάει απο μιαν ανάλυση της εθνικής ταυτότητας των χωρών της Δύσης που τη θέλει να προέρχεται από την εκμετάλλευση και τις ενδο-Ευρωπαϊκές διαφορές. Στο θέμα της ενοποίησης της Ευρωπαϊκής συνείδησης συνέβαλε η Τουρκική πολιορκία της Βιέννης (σελ.119), λέει.
Σχετικά με την εθνική ταυτότητα της Τουρκίας, αυτή βασίζεται στη θρησκεία. Κρίνει πως η ένταξή της στο ΝΑΤΟ είχε αντίτιμο την αποξένωσή της από τον μουσουλμανικό κόσμο (σελ.126). Αναφέρει τον Ελληνο-Τουρκικό πόλεμο (1920-22) ως αποικιοκρατικό αγώνα της Ελλάδος, πράγμα που συνεχίζεται κι εντός του ΝΑΤΟ ως ενδοπαραταξιακός ανταγωνισμός. Η (φιλελληνική) στάση του Τζόνσον (και αργότερα του ΝΑΤΟ) στο θέμα της Κύπρου έκανε την Τουρκία να στραφεί (και) προς τον Ανατολικό συνασπισμό. Παραταύτα, η χώρα του με τη ΝΑΤΟική της κατεύθυνση αποξενώθηκε από τον ισλαμικό κόσμο, αλλά ήλθε η ώρα αυτό ν’ αλλάξει. Η διαμορφωθείσα κατάσταση της δίνει τη δυνατότητα να επαναπροσδιορίσει το ρόλο της και μεταβληθεί σε μια περιφερειακή υπερδύναμη, ικανή να δράσει στη Βοσνία, στο Αζερμπαϊτζάν ως στα βάθη της εύφορης ημισελήνου, κατ’ αρχάς.
Ως εκ τούτου, η Τουρκία καλείται να μεταβληθεί σε μια δύναμη κατά τα πρότυπα του παρελθόντος, ανταγωνίστρια των μεγάλων δυνάμεων. Θεωρεί ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να της δημιουργήσει ουσιαστικά προβλήματα λόγω της μικρής της ενδοχώρας (τα στρατηγικά σημεία της οποίας προφανώς βρίσκονται μέσα στην ακτίνα δράσης του Τουρκικού πυρός). Παρότι οι μεγάλες δυνάμεις αντίκεινται στη γεωπολιτική επέκταση των άλλων κρατών (π.χ. εμπάργκο Τουρκίας λόγω Κύπρου το 1975 , Αργεντινής λόγω Φόκλαντ το 1982, Ιράκ λόγω εισβολής στον κόλπο το 1991), η Τουρκία δρώντας στην περίπτωση της Κύπρου ρεαλιστικά[17], πέτυχε. Ομοίως θεωρεί ότι η επέκταση της χώρας του κατά ανάλογο τρόπο και προς άλλες περιοχές εντάσσεται στη πραγματιστική πολιτική.
Κρίνοντας τις μεγάλες οικονομικές δυνάμεις - ηττημένες του Β΄ παγκ. πολέμου - Γερμανία και Ιαπωνία, προκύπτει ότι ο οικονομικός παράγων αποτελεί το πρώτο βήμα για την απόκτηση της ισχύος. Επισημαίνει ότι η χώρα του πρέπει να κρατηθεί μακριά από το «χάος» (σελ.137) των διαφωνιών των πολιτικών απόψεων, ακολουθώντας μια νέα οικονομική, στρατηγική και γεωπολιτική πορεία.
Τη βάση της ρεαλιστικής κατεύθυνσης της πολιτικής της χώρας του την ορίζει με βάση τα πρότυπα του παρελθόντος, θεωρώντας τον Κεμάλ έναν εξ ανάγκης πολιτικό καθοδηγητή προς τη Δύση, ανταποκρινόμενο σε μια περιπτωσιακή συγκυρία. Υποστηρίζει την κατεύθυνση του παν-Τουρανικού εθνικισμού του Γιουσούφ Ακτσουρά[18] (σελ.145) ενώ η εφαρμογή του νέο-Οθωμανισμού θεωρεί ότι αρχίζει από τον Οζάλ[19]. Για πρώτη φορά αναφέρεται το Ισραήλ ως αντι-ισλαμικός παράγοντας συνδεδεμένο με την στρατιωτική φιλοδυτική Τουρκική ηγεσία (σελ.153). Για την απόσβεση του χάους που πιθανόν να προέλθει απο μια ανακύκλωση πολιτικών παθών, συστήνει την προώθηση του μουσουλμανισμού και την πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική επί ενός άξονα, τον νεο-Οθωμανισμό.
Πρώτο μέλημα της πολιτικής της Τουρκίας είναι να γίνει γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, κατά τα πρότυπα των χαλιφάτων της Ανδαλουσίας και των Ινδιών[20], θεωρώντας ότι ο ισχυρός ισλαμικός παράγων επέδρασε καταλυτικά στην Αναγέννηση της Δύσης (συσχετίζοντας Αραβικό και Οθωμανικό πολιτισμό) (σελ.158). Κλείνοντας το πρώτο μέρος του βιβλίου του, αυτοαναιρείται πάλι, λέγοντας ότι η Τουρκία πρέπει να αναμορφωθεί σ’ έναν άξονα πολιτικής που θα τροφοδοτείται από την ελευθερία της σκέψης, ενώ προηγούμενα έχει δις αναφέρει πως τα πάντα, ακόμα και στην εκπαίδευση θα είναι μονολιθικά (πατριδογνωσία - νεοοθωμανισμός). Αλλά, ελευθερία της σκέψης σ’ ένα μόνον άξονα δεν γίνεται, για να φτιαχτεί η μηχανή του πλουραλισμού χρειάζονται πολλοί άξονες.
Με την ολοκλήρωση του πρώτου μέρος του βιβλίου, στον αναγνώστη δημιουργείται ένα λευκό σαν μισοφέγγαρο ερωτηματικό σε κόκκινο φόντο. Πού το πάει; Μέχρι πού θα φτάσει; Ό,τι αναφέρει είναι περικάλυμμα μιας κατάστασης ενότητας κι επεκτατισμού, όπου για να μη διαλυθεί η Τουρκία ενισχύεται μια ιδεολογία. Χτίζεται το εθνικό συμφέρον για να επιβιώσει μια ιδεολογία επεκτατισμού. Ο συγγραφέας φοβίζει και φοβάται. Στο βάθος της σκέψης του Νταβ. ελλοχεύει, έντονα μα και διακριτά, ο θάνατος…
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ : ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Μας εκπλήσσει ευχάριστα που ο συγγραφέας ξεκινάει τη θεωρητική μελέτη του πλαισίου της συμπεριφοράς των λαών χρησιμοποιώντας τον Braudel[21] - εξάλλου πώς θα μπορούσε να κάνει αλλιώς ως μορφωμένος ανθρωπος που είναι - αλλά έχει Οθωμανική κατεύθυνση, υποπίπτοντας μάλλον στη Br(a)udeloποίηση καθώς μετακυλεί σε Ασιατική την Ελληνική κουλτούρα. Παραταύτα, κάνει μια αξιόλογη στοχευμένη εκ των προτέρων μελέτη πάνω σε Μουσουλμανο-Τουρανικά πρότυπα, επεκτεινόμενος σε μια ακαδημαϊκού τύπου διαλεκτική φιλολογία (σελ.163-171). Μέσω της χαρτογράφησης προσπαθεί να επιδείξει τη μισή υδρόγειο - αν όχι ολόκληρη - ως Τουρανική κτήση.
Κατόπιν, αρχίζει να αναπτύσσει τη θεωρία του ζωτικού χώρου
(lebenstaum)[22] - εκκινώντας από τον Δαρβινισμό του Ratzel[22] και μεταφερόμενος μέσω της χαρτο-γεωγαφίας στον Kjellen [23] της γεωπολιτικής συμπεριφοράς, παρουσιάζει το πιο δυσάρεστο ίσως από ανθρωπιστικής πλευράς εδάφιο και το πιο ενδιαφέρον συνάμα πολιτικό κείμενο του νεο-ρεαλισμού. Η Τουρκία, ως οργανικό μόρφωμα, σε σχέση με τον πληθυσμό της ο οποίος αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς, πρέπει να φροντίσει για την επέκταση του χώρου της επιβίωσής της.
Περνώντας από το γεωπολιτικό πλαίσιο της Δυτικής κουλτούρας ή πολιτισμού το χρησιμοποιεί ως δίκαιο λόγο - δικαιολογία για να στηρίξει την εξάπλωση του ζωτικού χώρου της πατρίδας του. Στην ουσία πρόκειται περί μιας αξιόλογης Αριστοτελικής κατεύθυνσης μελέτη επεκτατικής συμπεριφοράς της χώρας του. Από μιαν άλλη σκοπιά, όμως, προκύπτει η έλλειψη αξιόλογης κριτικής ικανότητας στη εμβάθυνση στην εμβιοπολιτική συμπεριφορά του μορφώματος της Δαρβινικής εξελικτικής θεωρίας του, αποδεικνυόμενος φτωχός να διακρίνει το συμβιωτικό «είναι» από το ανταγωνιστικό «φαίνεσθαι» (αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα που απαιτούν γνώση Παρμενίδη[25] ή έστω Μάργκουλις[26]). Όλη η μελέτη του, πάντως, και η παράθεση των βολικών γι’ αυτόν σημείων στοχεύει να στηρίξει τις θέσεις του, λέγοντας με τον τρόπο του (στις μεγάλες δυνάμεις) ότι «κι εσείς τα κάνατε, τώρα ήλθε η σειρά μας». Κοινώς, χρησιμοποιεί την επιστήμη όχι για την επιστήμη αλλά για εθνικό νεποτισμό. Γενικότερα παραδεκτό πάντως είναι, ότι παρουσιάζεται γνώστης της εμβιοπολιτικής συμπεριφοράς, αλλά φαινομενολογικώς.
Θεωρεί την πολιτική του Ιράν ως ένα αξιόλογο πιλοτικό πρόγραμμα ανάσχεσης του Δυτικού επεκτατισμού στον Ασιατικό χώρο που θα επανακαθορίσει τη στάση των Ασιατικών λαών έναντι της Δύσης.
Ακολουθεί μια ανάλυση της κατάστασης που προέκυψε από τη διασάλευση της τάξης των περιοχών γύρω της Τουρκίας λόγω της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων. Η χώρα του οφείλει να μπει πλέον ενεργά στο παιχνίδι. Ο πληθυσμός και η θέση της είναι τα ατού της. Η «ομπρέλα ασφάλειας» έχει γι’ αυτήν μεγάλη σημασία. Από τη δυναμική των αλλαγών που παρατηρούνται στις περιοχές αυτές «του γεωπολιτικού κενού» όπως τις ονομάζει, συστήνει την ευρύτερη δυναμική συμπεριφορά της χώρας του κατανεμημένη σε 3 ομόκεντρους κύκλους περί αυτήν. Ο πρώτος κύκλος, πεδίο της ισχυρότερης δυναμικής συμπεριφοράς, περιλαμβάνει τις κοντινές περιοχές, ο δεύτερος τις μακρύτερες, ενώ ο τρίτος τις απόμακρες. Το γεγονός ότι εξετάζει περιοχές και όχι χώρες, είναι ακόμη ένα σημάδι ότι θεωρεί τα σύνορα ρευστά.
Στον πρώτο κύκλο της έντονης δυναμικής συμπεριφοράς, ο οποίος μας ενδιαφέρει περισσότερο, (Καύκασος, Θράκη, Αιγαίο, Ελληνική χερσόνησος, Αδριατική, Μέση Ανατολή, Μεσοποταμία) οι «Τουρκικές» μειονότητες αποτελούν τα σημαντικότερα σημεία στήριξης της νέο-οθωμανικής πολιτικής του (σελ.200).
Στα Βαλκάνια, η επέκταση της χώρας του προς την Αλβανία και την Βοσνία θεωρείται σημαντικής αξίας. Γενικότερα, έμφαση πρέπει να δοθεί στον καθορισμό του πλαισίου των δικαιωμάτων των μειονοτήτων με δυνατότητα επέμβασης της Τουρκίας όταν απαιτηθεί - ειρηνικά ή μη- όπως έγινε στην Κύπρο. Το ότι υπάρχουν μειονότητες στη χώρα του, όπως εθνικές (Κούρδους) ή θρησκευτικές (Αλεβίτες[27],) δεν τον απασχολεί. Τον απασχολεί όμως το πατριαρχείο της Κων/πολης και η «Ρωμαίικη» κυβέρνηση της Κύπρου. Σημαντικό θεωρεί να ενισχυθεί το Ισλαμικό βαλκανικό τόξο Αδριατικής – Δούναβη αποκόπτοντας με το Θρακικό βέλος του Ελλάδα και Βουλγαρία, στοχεύοντας κατά την Ευρώπη (Γερμανία).
Στον Καύκασο, πρέπει να υπάρξει φραγή στη Ρωσική επεκτατική πολιτική (π.χ. Αρμενία) κι εξετάζει την Αρμενο-Αζερική σύγκρουση. Το Αζερμπαϊτζάν στον Καύκασο το θεωρεί ότι την Αλβανία στα Βαλκάνια, προωθημένο ισχυροποιητικό παράγοντα και στρατηγικό εταίρο. Εκ των πραγμάτων συνάγεται ότι τις χώρες αυτές τις προορίζει για προτεκτοράτα (σελ.207).
Στη Μέση Ανατολή, προβαίνει σε μια ιστορική αναδρομή «ala Tourka», θεωρώντας πως η Οθωμανική κυριαρχία σε στεριά και θάλασσα στην περιοχή ευθύνεται για την ανακάλυψη της Αμερικής. Η περιοχή της εύφορης ημισελήνου (Μέση ανατολή – Αραβικές χώρες) προκύπτει σημαντική και λόγω πετρελαίου, «πεδίο σοβαρού οικονομικού ανταγωνισμού και πολιτισμικής πόλωσης που παράγει στρατηγικά αποτελέσματα» (κατά λέξη), αλλά με αδικημένο τον ισλαμικό κόσμο στον οποίο η μουσουλμανική Τουρκία πρέπει να ηγείται (σελ.220).
Προσπαθεί να αντικρούσει τον Huntington για τις αντιτουρκικές πολιτιστικές θέσεις του στη θεωρία περί Σύγκρουσης των Πολιτισμών. Αναφέρεται, για να επιδείξει την ανωτερότητα της χώρας του, στο σχέδιο συνεργασίας των χωρών της Νοτιο-Ανατολικής Ασίας (GAP) που έχει εκπονήσει η Τουρκία, καθώς και στην υποστήριξη της Συρίας έναντι του Ισραήλ για την πολιτική των υδάτων του Γκολάν. Όμως, δεν αναφέρει ότι η Τουρκία ως κλειδοκράτωρας των πηγών του Ευφράτη έκανε πρώτη πολιτική με το νερό. Μέσα σε όλα επαναπροσδιορίζει τη σχέση της χώρας του με το Ισραήλ για το Παλαιστινιακό.
Υπονοεί ότι η Τουρκία, μητέρα πατρίδα μιας ευρύτερης περιοχής, πρέπει να αποτινάξει το Κεμαλικό δόγμα αντικαθιστώντας το με το νέο-Οθωμανικό. Στρέφεται κατά του Ελληνο-Βουλγαρικού μπλόκ Ελλάδος εξισορροπώντας το με Αλβανο-Βοσνιακό. Πέραν αυτών, θεωρεί το οικονομικό πάρε-δώσε και τα κοινά στοιχεία των λαών ως παράγοντα ειρήνης κι ευημερίας, συνδέοντάς τα με τον προγενέστερο - κατ’ αυτόν- ανθρωπιστικό(;) ρόλο της Τουρκίας.
Ειδικότερα για την Ελλάδα, θεωρεί την Ελληνική διπλωματία «δαμόκλειο σπάθη» για την Τουρκία (σελ.232). Ο πολιτισμός και η οικονομία, ξανά-αναφέρει, εξομαλύνουν τις διαφορές των λαών, προωθώντας προς εδραίωση εμπιστοσύνης ένα σχέδιο ειρήνης και ανάπτυξης (χωρίς να το προσδιορίζει). Εδώ αρχίζει και το δόγμα «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες». Ο στόχος του είναι να αυξηθεί η εξάρτηση των Δωδεκανήσων από τη μικρασιατική ηπειρωτική πλάκα στην οποία ανήκουν γεωφυσικά (σελ.235). Την κατάσταση της Τουρκίας με την Ελλάδα (και τη Συρία) την παρουσιάζει σαν να προπονείται ένας παλαιστής μεγάλων βαρών για κατηγορία μικρότερων βαρών. Κατ’ ουσίαν υποβαθμίζει τις δυο αυτές χώρες ως υποδεέστερα στοιχεία – μορφώματα- ελάσσονος δυναμικού που πρέπει να αντιμετωπίζονται με πολιτική «αφ’ υψηλού» (σελ.235). Αυτό όμως δεν συμβαίνει, λέει με παράπονο, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να σέρνει την Τουρκία (θα λέγαμε σαν παλαιστή του σούμο από τη μύτη) σε οργανισμούς της Δύσης (ΟΗΕ, ΝΑΤΟ,), έχοντας καταφέρει να εισέλθει (προφανώς χαριστικά και απρόβλεπτα) στην ΕΕ. Αναφερόμενος στην Κύπρο, απειλεί με μέτρα σκληρότητας σε κάθε είδους γεγονός που θα βλάπτει ή θα δημιουργεί εμπόδια στην πολιτική των μεγεθών της χώρας του.
Για την πολιτική των θαλασσών, οι εγγύς της Τουρκίας θάλασσες (Εύξεινος, Α. Μεσόγειος, Περσικός, Κασπία) καθώς και τα μεγάλα ποτάμια θεωρούνται ζωτικής σημασίας στρατηγικός παράγων. Αναφέρει ότι η Κων/λη παρήκμασε διότι έχασε τον Εύξεινο Πόντο και τη Μεσόγειο. Κάνει μια αναδρομή της αξίας των θαλασσών από τον στρατηγό του Ιουστινιανού Βελισάριο έως τον ναύαρχο Χάιρεντίν πασά ή Βαρβαρόσα. Η κατάρρευση του Τουρκικού κράτους θεωρεί πως άρχισε από το Ναβαρίνο (1827). Υπήρξε ολέθριο σφάλμα που τα Δωδεκάνησα δεν καταλήφθηκαν από τους Τούρκους μετα την αποχώρηση των Γερμανών (όπως τους το πρότειναν με τη λήξη του Β΄ παγκ. πολέμου), διότι δεν ήθελαν να δυσαρεστήσουν τους Άγγλους, λέει. Διαμαρτύρεται εν συνεχεία για το ότι η Ελλάδα τα έχει στρατιωτικοποιήσει, παραβιάζοντας τη συνθήκη των Παρισίων του 1946. Κατά τον τρόπο αυτό προβαίνει σε μια νύξη νομιμότητας για μια επέμβαση της χώρας του εκεί (εάν συνυπάρξουν και πρόσθετοι παράγοντες), θεωρώντας την κρίση των Ιμίων (Καρντάκ) «το πικρό τιμολόγιο» της πληρωμής των σωρευμένων λαθών της πολιτικής του παρελθόντος (σελ.244).
Η τάση της Ρωσίας να κατέλθει στις θερμές θάλασσες του Νότου ήταν που οδήγησε την Τουρκία στο Δυτικό συνασπισμό (σελ.246), λέει, αναθεωρώντας πάλι έμμεσα την αρχή του Κεμαλισμού. Η προσπάθεια της Ρωσίας να περιορίσει την Τουρκία ήταν που προώθησε τις Ελληνικές θέσεις για Αιγαίο και Κύπρο. Η υδάτινη πολιτική της Τουρκίας πρέπει να στοχεύει και στους ποτάμιους δρόμους του Ανατολικού συνασπισμού (Δούναβης- Βόλγας κ.λπ.) που βρίσκονται εμπορικά υποβαθμισμένοι. Αναφερόμενος στην Κύπρο, τη θεωρεί στρατηγικό σημείο για την πολιτική της επέκτασης της χώρας του στον υγρό στοιχείο, και για το λόγο αυτό δεν μπορεί να εγκαταλειφθεί. Αντίθετα, η πολιτική των θαλασσών όπως και των ποτάμιων οδών πρέπει να γίνει πιο δυναμική και εκτενής (σελ.251).
Επικεντρωμένος σε Αιγαίο - Κύπρο, η Τουρκία που ο άμεσος ορίζοντάς της φτάνει στο Σουέζ, δεν μπορεί να δεχθεί τη Ρωμαίικη (Ελληνιστική) διοίκηση της Κύπρου (σελ.267). Τα νησιά του Αιγαίου τα κατατάσσει σε ομάδες – στρατηγικά περάσματα μεγάλης γεωπολιτικής αξίας, από του οποία η Τουρκία βρίσκεται ζωσμένη και απειλούμενη. Η επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας από 6 σε 12 μίλια αποκόπτει εντελώς την Τουρκία στις θαλάσσιες διεξόδους, μπλοκάροντας τις προοπτικές της, από μια Ελλάδα που ενώ θα έπρεπε να είναι πολύ ευχαριστημένη με αυτά που έχει, την περιορίζει ασφυκτικά και άλλο, και βάσει των νησιών αυτών ακόμη και από αέρος. Τα νησιά του Αιγαίου τα αποκαλεί «πολιορκία της Τουρκίας» (σελ.269), την κρίση των Ιμίων αποτυχία της Τουρκικής διπλωματίας που εμφανίστηκε με μη ξεκάθαρη θέση με αποτέλεσμα να βγουν κερδισμένες οι ΗΠΑ, ενώ η στάση της Ελλάδας ήταν κωμική για την κρίση που η ίδια είχε προκαλέσει (σελ.273). Θεωρεί τις μεσολαβητικές - ειρηνευτικές αποστολές των ΗΠΑ ως μια νεα τύπου πολιτική ισχυροποίησής τους.
Σχετικά με τη στρατηγική θέση της Κύπρου, τη θεωρεί κομβικής αξίας καθώς βρίσκεται σε σημείο ένωσης 3 ηπείρων (Αφρικής, Ασίας, Ευρώπης). Αναφέρει ότι εντάχθηκε στην Ε.Ε. λόγω των συμφερόντων της Γερμανίας. Θεωρεί τους πυραύλους S- 300 (παραγγέλθηκαν το 1996- δεν εγκαταστάθηκαν) σοβαρή απειλή για την πολιτική πετρελαίου που εξασκεί η χώρα του από την απέναντι Αλεξανδρέττα. Η Ελλάδα και η Συρία αλληλο-συνεργαζόμενες, αποκόπτουν την Τουρκία και η Κύπρος είναι το «εργαλείο» αυτής της αποκοπής (σελ.277) με τη Ρωσία να θέλει να λάβει μέρος στο παιχνίδι, κάνοντας αναφορά για τη στήριξη των Κούρδων και τον Οτσαλάν. Η προστασία του μουσουλμανικού στοιχείου και η γεωστρατηγική σημασία του νησιού, αποτελούν τους δυο άξονες κατεύθυνσης της Τουρκικής πολιτικής στη Κύπρο, σημαντικότερος όμως είναι ο δεύτερος (θέση του νησιού). Ακόμα και αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος στο νησί, η Τουρκία έπρεπε να διατηρεί ενεργό το Κυπριακό ζήτημα (σελ.279), λέει. Η Κύπρος και τα Δωδεκάνησα για την Τουρκία είναι ό,τι η Κούβα και τα νησιά της Καραϊβικής για την Αμερική, παραπέμποντας στο ότι η Τουρκία ακόμα και αν δεν είχε μουσουλμάνους εκεί θα έπρεπε να τους εφεύρει. Τα λόγια του αυτά δίνουν άλλη διάσταση στο κύμα των λαθρομεταναστών (καθώς είναι μουσουλμάνοι) που προωθούνται από τα παράλια της Τουρκίας (και όχι από αυτά μόνο), αρνούμενη επίμονα να τους πάρει πίσω (και γιατί να τους πάρει; Όσοι περισσότεροι μουσουλμάνοι είναι στην Ευρώπη τόσο καλύτερα για την Τουρκία).
Για τον Περσικό και την Ινδία, η χώρα του πρέπει να τρέφει φιλοδοξίες διείσδυσης λόγω των θρησκευτικο-πολιτιστικών δεσμών που έχει. Κατόπιν, εξετάζει το γεωστρατηγικό άξονα που ξεκινάει από την Τουρκία και καταλήγει στην πετρελαιοπαραγωγό Κασπία.
Οι Τουρκόφωνες περιοχές, όπως το Αζερμπαϊτζάν, Καζακστάν, Ουζμπεκιστάν, Τουρκμενιστάν, αποτελούν τον αντι-Ρωσικό άξονα της Τουρκικής πολιτικής, όπου από τη μια πρέπει να υποστηριχθούν οι χώρες αυτές στις δημοκρατίες τους και από την άλλη να υπάρξει προσέγγιση με τη Ρωσία αλλά και το Ιράν για το κοινό συμφέρον.
Για την πιο μακρινή περιοχή της Ασίας, γίνεται μια κριτική για την πολιτική που εξασκούσε η χώρα του εκεί κατά τα τελευταία 60 χρόνια, η οποία εκτός από τη συμμετοχή της στον πόλεμο της Κορέας δεν είχε να επιδείξει κάτι σημαντικό. Η πολιτική της περιοριζόταν σε χώρες που γειτόνευε ενώ τα προβλήματα με την Ελλάδα την αποπροσανατόλιζαν.
Αναλύει τη γεωστρατηγική θέση της Αιγύπτου, Ιράν, Ινδίας, Ουκρανίας, σε σχέση με την πολιτική των συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων κι εξετάζει τα πλαίσια της συμπεριφοράς της πολιτικής της χώρας του.
«Το διηνεκές κράτος των Οθωμανών καταστράφηκε από τους δυτικούς βαρβάρους», λέει κατόπιν (σελ.303), όπως συνέβη στην πρόσφατη περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας- Σεράγιεβο. Τη διχασμένη ταυτότητα της Τουρκίας να βρίσκεται μεταξύ Ανατολής και Δύσης προσπαθεί να τη μετακυλήσει σαν υπαρκτή μεν αλλά παράγοντα εμπλουτισμού του Δυτικού πολιτισμού. Παραταύτα, απαιτείται επαναπροσδιορισμός της πολιτικής της, τόσο στην Ευρώπη, Ασία, Β. Αφρική, όσο κι ευρύτερα, απο τον Ατλαντικό έως τις στέπες της Ρωσίας.
«Μεταστρέψτε την έννοια της Ευρώπης», λέει κατόπιν στους συμπατριώτες του. Η Ευρώπη πρέπει να εξετάζεται με επίκεντρο την κουλτούρα μας και να επαναπροσδιοριστεί ως φεουδαλικο - καπιταλιστικό μόρφωμα. Η Τουρκία με το κοινωνικο - πολιτικό πρόσωπο πρέπει να εισδύσει σε αυτήν μέσω των διεθνών οργανισμών (ΝΑΤΟ, ΕΕ, ΟΑΣΕ κ.λπ.) και να την επαναπροσδιορίσει. Στην ουσία, εννοεί, «πίσω στις αρχές της καταγωγής μας για να τις μεταλαμπαδεύσουμε στο Ευρωπαϊκό μέλλον της Τουρκίας, ώστε να μετατραπεί σε Τουρκικό μέλλον της Ευρώπης». Αυτό, θα ξεκινήσει από τη Θράκη, Αλβανία και Βοσνία. Τις μουσουλμανικές περιοχές των Βαλκανίων τις θέτει ως την εμπροσθοφυλακή και τον πολιορκητικό κριό του.
Η Τουρκία, λόγω των συγγενικών σχέσεων που έχει με λαούς από τον Καύκασο ως τις στέπες της Ασίας και του κράματος λαών που περιέχει, πρέπει να προσδιορίσει ανάλογα την πολιτική της. Το άνοιγμά της προς εκεί που βρίσκονται οι ρίζες της θα συντελέσει προς την αναβάπτιση της δύναμής της προς την επιβολή της ευρύτερης ισχύος.
Προβαίνει σε ανάλυση των πολιτικών και γεωστρατηγικών καταστάσεων στις Τουρανικές περιοχές του γεωστρατηγικού κενού σε σχέση με την πολιτική των μεγάλων δυνάμεων και ειδικότερα της Ρωσίας, προσπαθώντας ν’ αποδείξει ότι είναι προς το συμφέρον όλων τους η παρουσία της χώρας του εκεί. Την κάτω των Δαρδανελίων θάλασσα (Αιγαίο- Μεσόγειο), τη χωρίζει σε στρατηγικές ζώνες, θεωρώντας ότι καθώς η Τουρκία έχει τις μεγαλύτερες ακτογραμμές (των νησιών δεν φαίνεται δεν τις προσμετράει) πρέπει να υποστηριχθεί και στην ανάλογη θαλάσσια πολιτική της (σελ.335).
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ : Η ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ
Εξετάζοντας πρακτικά τα πλαίσια των προοπτικών της Τουρκίας, τη θεωρεί καταρχάς παραμελημένη απο τον τρόπο που της συμπεριφέρονται οι μεγάλες δυνάμεις και δη οι Ευρωπαϊκές στην επεκτατική πολιτική τους. Κατακρίνει τις στρατιωτικές επεμβάσεις της Αμερικής, με η άνευ τον μανδύα του ΝΑΤΟ. Για την κρίση του Κόσσοβου θεωρεί ότι οι μεγάλοι οικονομικοί οργανισμοί, όπως το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα κ.λπ., προωθούν τα συμφέροντα τους μέσω του ΝΑΤΟ, ΟΗΕ, κ.λπ. πολιτικών οργανισμών (αλληλεξάρτηση πολιτικών - οικονομικών οργανισμών) ειδικά στα πεδία του γεωπολιτικού κενού (εδώ αποκτά ιδιαίτερη σημασία η συμφωνία της Ελλάδος με τη Ρωσία για το φυσικό αέριο, το veto για είσοδο της ΦΥΡΟΜ στο ΝΑΤΟ και ότι επακολούθησε).
Η Τουρκία, αναγκασμένη να παίζει εκ των πραγμάτων διπλό και δύσκολο ρόλο, πότε ως χώρα με τις ανάγκες της και πότε ως όχημα του ΝΑΤΟ, πρέπει να έχει και τον ανάλογο λόγο στη χάραξη της Ευρωπαϊκής πολιτικής, και όχι να αντιμετωπίζεται σαν δευτεροκλασάτος εταίρος προορισμένος μόνο για τα συμφέροντα της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ (σελ.363).
Παρότι η Τουρκία είναι μεγάλη χώρα και μέλος της Δυτικής συμμαχίας, δείχνει να υπολογίζει σοβαρά τον Ελληνο-Βουλγαρικό άξονα με πιθανή τη συνδρομή της Ρωσίας (Σλαβο-Ορθόδοξος άξονας). Θεωρεί πολιτικό σφάλμα την στάση που κράτησε η χώρα του για την επανένταξη της Ελλάδος στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Εν κατακλείδι, προσδοκά τον αναμενόμενο ηγετικό ρόλο της Τουρκίας σύμφωνα με αυτά που προσφέρει στη Δυτική συμμαχία, αναμένοντας τουλάχιστον τη διοίκηση της Ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Παραταύτα, αν και θεωρεί τις σχέσεις Ρωσίας - Τουρκίας ως ιδιαίτερα ευαίσθητες, της τείνει κλάδο ελαίας - απεμπλοκή από το παρελθόν - και βούληση συνεργασίας.
Θεωρεί ότι ο ΟΑΣΕ (Οργανισμός Ασφαλείας και Συνεργασίας της Ευρώπης) πρέπει να ισχυροποιηθεί και ν’ αναθεωρηθεί στην ιδεολογία του , σε μια ρεαλιστική πολιτική για την ειρήνη. με αναβαθμισμένο το ρόλο της Ρωσίας Ο Οργανισμός της Ισλαμικής Διάσκεψης πρέπει επίσης να αναβαθμιστεί αποτελώντας ισχυρό μέσον πολιτικής του Ισλάμ, με ηγετικό το ρόλο της Τουρκίας, κατά τα πρότυπα της Χρυσής Ορδής [28] (σελ.383).
Ο Μουσουλμανικός κόσμος πρέπει να μπει πλέον στον 21 αιώνα, λέει κατόπιν, κάνοντας μια πολιτιστική επίθεση στις ΗΠΑ, Ρωσία κι Ευρώπη, θεωρώντας ότι η χώρα του έχει ήδη εισέλθει στη νέο-ισλαμική εποχή[29]. Χρησιμοποιεί τον Fukuyama με το Τέλος της Ιστορίας (του Δυτικού καπιταλισμού) ως στήριγμα για το ότι πράγματι ο Δυτικός πολιτισμός έφτασε στην έκπτυξή του και μοναδική διέξοδος γι’ αυτόν είναι το μπόλιασμά του με τον Ισλαμισμό, λέγοντας παράλληλα ότι όλες οι μουσουλμανικές χώρες δεν είναι ίδιες. Αναφέρει την Τουρκία ως λίκνο του πολιτισμού, όπως και την Ινδία. (σελ. 391), με το Δυτικό κόσμο να έχει αναπτυχθεί στην περιφέρειά τους. Η σχέση Τουρκίας - Ισραήλ αποτελεί τροχοπέδη για την επέκταση της ταυτότητάς της, όπως και η στάση της στο Κυπριακό το 1975 (καταδικαστικές αποφάσεις και εμπάργκο). Για την απόκτηση του προφίλ της θεωρεί πως η χώρα του αφού πρώτα παραδειγματιστεί απο τα λάθη της πρέπει να επαναπροσδιορίσει τη στάση της προς τις απαραίτητες θετικές ενέργειες ώστε να καταλάβει τις ανάλογες ηγετικές θέσεις της στα μουσουλμανικά κινήματα, οργανισμούς και φόρουμ. Η διάρθρωση των καλών σχέσεων Τουρκίας - Ιράν - Πακιστάν είναι απαραίτητη. Οι Τουρκο-Ιρανικές σχέσεις πάνε καλά, οι Τουρκο-Πακιστανικές που κατέληξαν εγκάρδιες σε σημείο που απεμπόλησαν τον αρχικό σκοπό τους, ενώ θετικά εξελίσσονται και οι σχέσεις με την Ινδία.
Ο στόχος της Τουρκίας για την είσοδό της στους G-20 προκύπτει κατά βάση πολιτικός, διότι θα διαθέτει η χώρα τη δυνατότητα να συνομιλεί με τους ισχυρούς του κόσμου έχοντας άλλη βαρύτητα στους διεθνείς οργανισμούς (καθόσον έχει λεχθεί ότι σχετίζονται με τα οικονομικά συμφέροντα) και γενικότερα στην πολιτική της (σελ.431). Θεωρεί τη συμμετοχή της στους G-20 και αργότερα στους G-8 ως η μόνη (μουσουλμανική) χώρα εκπροσώπησης της Κεντρο-Δυτικής Ασίας που θα παίξει ηγετικό ρόλο στη άρση της λεγόμενης Σύγκρουσης των Πολιτισμών, μετέχοντας ενεργά σε μια μεταστροφή του καπιταλισμού προς μια πιο ανθρώπινη παγκοσμιοποίηση (σελ.436), υπό το πνεύμα της σύγκλισης των θρησκειών, των οικονομικο-πολιτικών διαφορών και της καταπολέμησης της πείνας των φτωχών λαών.
Μετά τη στροφή του καπιταλισμού «ala Tourka», ο Νταβ. επεκτείνεται σε μιαν ανάλυση του Γιουγκοσλαβικού ζητήματος 46 σελίδων (433-479), ενδιαφερόμενος ιδιαίτερα για την τύχη της Βοσνίας και του Κόσσοβου. Θεωρώντας τη Βοσνία προχωρημένο πολιτιστικό φυλάκιο της χώρας του και την Αλβανία βαρόμετρο για την ασφάλειά της, συνιστά την πολιτική της περιχαράκωσης των περιοχών αυτών (σελ.483), τιθέμενος αλληλέγγυος με την πολιτική της Αμερικής και όχι του ΝΑΤΟ και πολύ περισσότερο της Γερμανίας η οποία δημιούργησε την κρίση στη Βαλκανική. Προάγοντας η Τουρκία τα συμφέροντα της Αμερικής στο Κόσσοβο αποκόπτει την εξάπλωση της Γερμανίας κι επιβάλλεται στη πολιτική σκηνή ασκώντας παράλληλα τα συμφέροντά της.
Για τη Μέση Ανατολή, ενδιαφέρον παρουσιάζει η εισαγωγή του ότι εφαρμόζεται στους επιτελικούς κύκλους της Τουρκίας η άσκηση της αλλαγής συνόρων με βάση την κουλτούρα των λαών. Τα σύνορα στην περιοχή αυτή τα θεωρεί ασταθή - σαθρά, τοίχους μισογκρεμισμένους που μπορούν να συντεθούν με άλλα υλικά αλλά και σε άλλη θέση. Προβαίνει σε μια ιστορικο-πολιτική και θρησκειολογική τοποθέτηση της χώρας του στην περιοχή αυτή της γέννησης των 3 μεγάλων θρησκειών, με ιδιαίτερη μνεία στα Ιεροσόλυμα. Η αποχώρησή της από εκεί επέφερε αστάθεια. Σημαντικός παράγων, όμως, προκύπτει το πετρέλαιο και η σχέση νερό-πετρέλαιο- νερό. Τουρκία – Αίγυπτο – Ιράν τις θεωρεί ως τις διαχειρίστριες χώρες αυτού του γεωπολιτικού τριγώνου (σελ. 531) ενώ σημαντικό ρόλο θα παίξει και η συμπεριφορά της Ιορδανίας.
Όπως είναι αναμενόμενο, τίθεται κατά του Αραβικού εθνικισμού και της Αραβικής ενότητας, καθόσον θα καταστεί τροχοπέδη του στρατηγικού βάθους της Τουρκίας. Τη συνεργασία της χώρα του με το Ισραήλ καθώς και τη συμπεριφορά της στην επέκταση του Σαντάμ Χουσεΐν στον Περσικό τις θεωρεί αξιομνημόνευτα επιτυχείς ενέργειες αλλά άνευ αντικρίσματος για την πατρίδα του.
Όσον αφορά το Ισραήλ, χρησιμοποιώντας τους Koestler [30], Spinoza[31], Marx[32] και Freud[33] του αποδίδει τον χαρακτηρισμό «Νεύρωση ύπαρξης», ένα ιδιαίτερο ψυχοπαθολογικό φαινόμενο δημιουργίας και διατήρησης κρατικού μόρφωματος (σελ.561), κάνοντας ιστορική αναδρομή του Σιωνισμού. Ο τρόπος, όπως χειρίζεται το θέμα θα μπορούσε να ονομαστεί «πολιτική του ψόγου και του χαδιού». Το γεγονός ότι για την εδραίωση των χαρακτηρισμών του χρησιμοποιεί Εβραίους στην καταγωγή, πληρώνοντας το Ισραήλ με ντόπιο από τη μια όψη νόμισμα, αντανακλά τις θέσεις του για το κράτος αυτό, σε σημείο όμως που δεν λαμβάνει υπόψη του τις ρήσεις του Μαρξ (η θρησκεία είναι το όπιο των λαών) και του Φρόιντ (η θρησκεία είναι νεύρωση) οι οποίες αντανακλούν και στο δικό του πρόσωπο (εκτός εάν, όπως είπαμε, χρησιμοποιεί τη θρησκεία ως μέσον).
Αναλύοντας το Παλαιστινιακό πρόβλημα, θεωρεί ότι η επίλυσή του πρέπει να περνάει δια μέσω της Τουρκίας λόγω της θέσης που κατείχε στην περιοχή και των αρχείων που βρίσκονται στα χέρια της από την εποχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Όμως, η διπλωματική επιτυχία της Τουρκίας, αναφέρει, δεν θα προκύψει από τις σχέσεις της με τις μουσουλμανικές χώρες και τις οικονομικά αναδυόμενες όπως την Κίνα, αλλά απο την Ελλάδα, τη Συρία, το Ιραν, τις ΗΠΑ και τη Γερμανία (σελ.604). Η οικονομική συνεργασία Τουρκίας - Συρίας θα συντείνει στον περιορισμό της Συρίας στη φυσική της θέση, εννοώντας ότι η χώρα του ως οικονομικά ισχυρότερη θα την ποδηγετήσει, ορίζοντας την οικονομική πολιτική ως στρατηγική πολιτική. Η ουδετερότητα της Τουρκίας στον πόλεμο Ιράν – Ιράκ επέφερε στη Δύση οφέλη, συνεχίζει, αλλά τι μας απέφερε, αναρωτιέται, υπονοώντας ότι όταν τσακώνονται δυο κράτη - άνθρωποι - μορφώματα, σημασία δεν έχει ποιος έχει δίκαιο αλλά τι μπορεί ένας τρίτος μεσολαβών ν’ αποκομίσει από τη συμπεριφορά του, ανάγοντας τη μεσολαβητική προσπάθεια ως την Αρχή της ωφελιμότητας του εμπλεκόμενου τρίτου (σελ.607).
Προσπαθώντας να μεταστρέψει τη γνώμη που έχουν οι Άραβες για το σκοτάδι που επήλθε στην ιστορία τους με την κατοχή των Οθωμανών, τους αντιπαραθέτει τη Σκιά της Ασπίδας, ότι δηλαδή το χάσιμο της ιστορίας τους υπήρξε το παράγωγο της προστασίας που τους προσέφεραν έναντι της επιβουλής των Δυτικών (σελ.610-611). Δικαιολογούμενος με τέχνη, δείχνει παραταύτα ότι φοβάται την ανάδυση των Αραβικών εθνικιστικών ρευμάτων ακόμα και εντός της Τουρκίας (σελ.621). Η Τουρκία είναι ανίσχυρη να αντιμετωπίσει το ενωμένο Ελληνο - Αρμενο - Αραβικό λόμπυ, ομολογεί, ενώ τη σχέση Τουρκίας - Ιράν (που ενδιαφέρει το Ισραήλ), την παρομοιάζει με τη σχέση Γερμανίας - Γαλλίας.
Κατόπιν, επεκτείνεται στο «Κουρδικό ζήτημα», που το βάζει σε εισαγωγικά για να το υποβαθμίσει, υποστηρίζοντας αυτό ότι προκύπτει από την ευρύτερη σκοπιμότητα των σχέσεων των εμπλεκόμενων χωρών, αλλά και των ξένων δυνάμεων που το προωθούν. Κυρίως, όμως, εκ της ευθύνης του Ιράκ θεωρεί πως πηγάζει το «Κουρδικό ζήτημα». Εδώ, όμως, φαίνονται και οι αδυναμίες του. Στην ανάπτυξη του θέματος φιλολογεί περισσότερο παρά ουσιαστικολογεί χρησιμοποιώντας τη γνωστή παρεκτροπή των εννοιών κατά το συμφέρον πλαίσιο, αναδεύοντας τις ταυτότητες λαών στο κοινό Οθωμανικό καζάνι. Για παράδειγμα, βάζει τα Τουρκομανικά στοιχεία σε σύζευξη με τα Κουρδικά, παρά το γεγονός ότι οι Κούρδοι θεωρούνται αυτόχθονες[34] και οι Τουρκομάνοι ήλθαν τον 11 αιώνα [35]. Προς το παρόν δεν είναι γνωστή η διαδικασία σύλληψης του Οτζαλάν, γράφει, θεωρώντας συντελεστή όμως τους Αμερικανούς για να εξευμενίσουν την Τουρκία στην πολιτική τους. Ευρώπη και Ελλάδα έδωσαν στην περίπτωση αυτή ανεπιτυχείς εξετάσεις, γράφει δηκτικά (σελ.667).
Στη συνέχεια, διαμαρτύρεται διότι οι πτήσεις των αμερικανικών αεροπλάνων από τη βάση του Ινζιρλίκ κατευθύνονται αλλού (προς τις πετρελαιοφόρες περιοχές του Ιράκ) από εκεί που λένε ότι πάνε, παρά τις προειδοποιήσεις της Τουρκίας (σελ.669). Κατόπιν φιλολογεί για το «ανήκειν», τι και ποιού, καθώς και τη σχέση των Κούρδων με το Τουρκικό έθνος οι οποίοι παλαιότερα αποτελούσαν τη σπονδυλική στήλη της στηριξής του σε δύσκολες στιγμές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ενάντια στους Αρμένιους, τους Ελληνες και τους λοιπούς Δυτικούς πού ήθελαν να την διαμελίσουν. Όμως, όπως χειρίζεται το θέμα προκύπτει ότι οι Κούρδοι σήμερα αποτελούν το δηλητηριώδες αγκάθι για τη συνοχή της Τουρκίας και ανασταλτικό παράγοντα του στρατηγικού βάθους της. Σε γενικές γραμμές, το μόνο που δείχνει να συνηγορεί σήμερα για την συνύπαρξη μαζί τους, είναι ο εθνικιστικός ισλαμισμός, πέραν αυτού αποδεικνύεται αδύναμος να επιδείξει κάτι άλλο. Η οικονομική άνοδος και η βελτίωση του βιωτικού επιπέδου αποδεικνύεται ότι απωθούν λαούς που δεν έχουν κοινές ρίζες.
Προχωρώντας στη Τουρανική φυλή, προκύπτει ότι θεωρεί και την Κων/πολη Τουρανικό δημιούργημα. Κατά λέξη γράφει: οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των εγκατεστημένων πολιτισμικών κληρονομιών των παραπάνω πεδίων κυριαρχίας και το διοικητικό ανθρώπινο δυναμικό καταγόμενο από την Κεντρική Ασία είχαν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση πόλεων με άξονα πολιτισμικό, όπως η Ειστανμπούλ, η Σαμαρκάνδη, το Δελχί κ.λπ. (σελ.686). Κοινώς, χωρίς Τουρανούς αφέντες δεν θα υπήρχε πολιτισμός. Και αμέσως πιο κάτω προάγει τον Τουρκικό παράγοντα ως τον προστάτη της Τουρανο-Αλταικής φυλής, κύριο υπεύθυνο της εκδίωξης των Ρώσων, Αγγλων - Γάλλων και λοιπών Δυτικών εισβολέων, λέγοντας με τον τρόπο του στους Ασιατικούς λαούς «ελάτε στη μαμά Τουρκία, αν δεν ενωθείτε υπό την αιγίδα μας είσαστε χαμένοι» (σελ. 687). Και το λέει αυτό ακόμα και στο Ισραήλ, αγγίζοντας με τρόπο τους συγγενείς φυλετικούς δεσμούς που έχουν (βλ. Κaestler). Το θέμα είναι τι εννοεί ο Νταβ. με τη λέξη Τουρανοί. Προκύπτει ότι Τουρανούς θεωρεί τουλάχιστον όσους ο Ηρόδοτος έγραφε Υπερβόρειους, από τον Δούναβη και πάνω (Ευρωπαίοι Σκύθες) ως τους Κάσπιους Σαυρομάτες (Ασιάτες Σκύθες) και πέρα. Αν κάποιος υπολογίσει το πέρασμα του Κάιμπερ Πας και τα Αλταικά όρη, τη θεωρούμενη κοιτίδα του Τουράν καταλήγει ότι Τουρανική περιοχή ο Νταβ. θεωρεί πάνω απο τη μισή Ευρασία[36].
Καζακστάν, Τουρκμενιστάν, Ουζμπεκιστάν, Κιργιστάν, Τατζικιστάν, Αζερμπαϊτζάν, είναι Τουρανικές περιοχές με πρώτες ύλες απαραίτητες στο διεθνές οικονομικό σύστημα, εννοώντας εμμέσως πλην σαφώς ότι αν δεν ενωθείτε μαζί μας οι κακοί Δυτικοί που σας εκμεταλλεύονται θα σας κάνουν αποικίες (σελ. 694). Στρέφεται κατόπιν κατά της ΕΕ προσπαθώντας να τραβήξει τη Γερμανία στον επερχόμενο Τουρκο-Τουρανικό συνασπισμό και τις προοπτικές του ως την οικονομικώς συμφέρουσα λύση και διέξοδο σε έναν υποτιθέμενο Αγγλο -Γαλλικό συνασπισμό (σελ.708-11). Μετά στρέφεται προς την προσέλκυση της Κίνας (σελ.711-713) και της Ιαπωνίας (σελ.713-714).
Ο ευρύτερος Τουρκικο-Τουρανικός ορίζοντας με τη συμμετοχή της Ρωσίας – Πακιστάν – Ινδίας – Κίνας και των μικρότερων αναπτυσσόμενων χωρών (Κορέα, Ινδονησία, Μαλαισία, Σιγκαπούρη) μπορεί να επηρεάσει το παγκόσμιο γίγνεσθαι. Οι κοντινές προς την Τουρκία περιοχές (Αφγανιστάν, Τατζικιστάν, Κασμίρ, κ.λπ.) όπως και το Ιράν θα είναι το Τουρκο -Τουρανικό τόξο για τις αλλαγές που θα επέλθουν στην Ασία, στις οποίες και το Ισραήλ μπορεί να συμμετάσχει. Κατά τον τρόπο αυτό θα έλθουν ευεργετήματα, αρκεί να κρατηθούν οι ενδοπεριφερειακές ισορροπίες και να αρθεί ο γεωπολιτικός κατακερματισμός.
Εν συνεχεία προβαίνει σε μια ανάλυση αρκετών σελίδων για την πολιτική που πρέπει να εφαρμοστεί ώστε τα λόγια του αυτά να γίνουν πράξεις, στηριζόμενη σε αναλύσεις που πιάνουν το σφυγμό των λαών των περιοχών αυτών για τις αλλαγές που επιθυμούν να γίνουν (σελ.744).
Κλείνοντας και κάνοντας ένα κύκλο, επανέρχεται στην ΕΕ όπου πρέπει να αρθεί από τη μεριά της η αντίληψη της «Χριστιανικής λέσχης» και από τη μεριά της Τουρκίας ο διχασμός της, προβαίνοντας σε μια εξιστόρηση της ενταξιακής πορείας της. Μεταξύ άλλων αναφέρεται στις γκρίζες περιοχές (ζώνες) που δημιουργήθηκαν από την προσπάθεια των μεγάλων δυνάμεων να διαμελίσουν τα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Δείχνει να ανησυχεί για την αλλαγή της ισορροπίας των δυνάμεων στη Βαλκανική που επήλθε μετά το διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας θεωρώντας υπαίτιους τη Γερμανία από τη μια, και τη Γαλλία - Αγγλία από την άλλη. Στην ουσία, λέει, όλοι πήραν το κομμάτι τους κι εμάς από την κληρονομιά μας ανήκει κάτι (Αλβανία- Βοσνία κι εν μέρει η Φύρομ). Η Τουρκία διάλεξε να συνεργαστεί με τις ΗΠΑ για την σταθερότητα και κάτι ανάλογο συμβαίνει και στον Καύκασο μεταξύ Τουρκίας και Ευρώπης, λέει, δείχνοντας παράλληλα διάθεση συνεργασίας. Πέραν του «πρώην συνεταιρισμού στα πεπρωμένα», όπως αποκαλεί την παλαιά συνεργασία Γερμανίας και Τουρκίας (σελ.780), η Τουρκία τώρα αντιβαίνει στην Γερμανική πολιτική, τιθέμενη αλληλέγγυος με τις ΗΠΑ, παραπέμποντας στο ότι είναι περισσότερο ειρηνιστής από πολλούς Ευρωπαίους. Η διάσταση της Ευρώπης με τις ΗΠΑ άρχισε από την εποχή της συνεργασίας της Γερμανίας με το Ιράκ και τη συνεργασία Αγγλίας και Γαλλίας με το Ιραν και τη Συρία. Η Τουρκία ταγμένη με το Ισραήλ και τις ΗΠΑ έμενε αμέτοχος, ήλθε όμως ώρα να δραστηριοποιηθεί με πρωτοβουλίες (σελ.783).
Προχωρεί κατόπιν σε μιαν ανάλυση των Τουρκο-Γερμανικών σχέσεων που υπήρξαν πότε ανταγωνιστικές και πότε συναγωνιστικές, αναλόγως της πολιτικής της Γαλλίας και της Αγγλίας. Γενικώς ο Νταβ. δίνει την εντύπωση ότι η Τουρκία εσύρετο σε μια πολιτική συμπεριφορά αναλόγως της σχέσης των μεγάλων δυνάμεων, στηρίζοντας τη Γερμανία, έχοντας στην πλάτη της τον «γίγαντα της στέπας», τη Ρωσία. Ο πληθυσμιακός παράγων, από στοιχείο ισχύος αποτελεί σήμερα εμπόδιο για την είσοδό της στην ΕΕ, λόγω της Γερμανίας, η οποία τη βλέπει υπό το πρίσμα της Σύγκρουσης των Πολιτισμών (σελ.790). Αυτό φάνηκε από τη στάση της στο Κουρδικό και στο Κυπριακό. Η Τουρκία απωθούμενη όλο και περισσότερο από την Ευρώπη προσεγγίζει πλέον τη Ρωσία και στις σχέσεις Γερμανίας - Τουρκίας επέρχεται μεγαλύτερη κρίση. Η Γερμανία ονειρεύεται την ανασύσταση της Αγίας Ρωμαϊκής-Γερμανικής αυτοκρατορίας, γράφει (οπότε, το ίδιο πρέπει να κάνουμε κι εμείς, υπονοεί). Το γεγονός της όλο και μεγαλύτερης απομάκρυνσης της χώρας του από την ΕΕ δείχνει ότι τον πονάει.
Κάνοντας μια ιστορική ανάλυση της πρώην Ρωμαιο-Γερμανικής αυτοκρατορίας και της πορείας της, φτάνει ως τις μέρες μας έχοντας εξομοιώσει τον Κάιζερ με τον Χίτλερ, όπου το όνειρο της Γερμανίας εξακολουθεί στους κόλπους της ΕΕ (εδώ ο Ελληνας αναγνώστης αναρωτιέται «κι εμείς τι φταίμε» αλλά αυτό είναι άλλο θέμα και απάντηση δεν θα πάρει). Κατόπιν, επιχειρεί έναν προσδιορισμό του Τουρκικού προφίλ που σηματοδοτείται από τη δημιουργία του κράτους των Σελτζούκων μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ [37].
Θα υπάρξει ξεκαθάρισμα λογαριασμών πολιτιστικού περιεχομένου, προειδοποιεί, εάν Τούρκοι κι Ευρωπαίοι δεν ενωθούμε (το γεγονός ότι ο Χαντινγκτον θέτει με χρώμα κοντά στο Σλαβο-ορθόδοξο τόξο την Τουρκία και όχι με το κόκκινο μουσουλμανικό, δείχνει πως δεν τον προβληματίζει). Μη μας έχετε εμάς τους μουσουλμάνους στην άκρη, γράφει, δημιουργείτε σοβαρό πρόβλημα, το Τέλος της ιστορίας δεν γράφτηκε ακόμα και ο Χάντιγκτον έκανε λάθος.
Κλείνοντας, εξετάζει τα σενάρια - επιπτώσεις της χώρας του επί της εισόδου και της μη εισόδου της στην ΕΕ, η οποία (όπως και η Τουρκία) δίνει εξετάσεις (σελ.813) και αναφέρεται πάλι στη συμβολή της ελίτ της χώρας του για την ένταξη αυτή.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Συνοψίζοντας, καθορίζει την επιστημονική δομή της πραγματείας του. Φέρνει παραδείγματα, πότε σωστά, πότε παραπαίοντας, νομίζοντας πως μιλάει πότε σε καθηγητές που τον κρίνουν πότε σε μαθητές στους οποίους κάνει μάθημα. Και στις δυο περιπτώσεις, πάντως, το θέμα του, εκτός από τον τίτλο του στο εξώφυλλο θα μπορούσε να είναι: «Η μεγάλη Τουρκία, η πρακτική ωφελιμότητα της ένταξης της στην ΕΕ και η επιστημονικότητα της μελέτης ταύτης».
Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011
SHARE
Author: ellinas verified_user
Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ ΔΙΑΤΗΡΕΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ, ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΜΙΑ ΟΝΤΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΘΕΤΕΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΝΑ ΚΡΙΤΙΚΑΡΕΙ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
0 ΣΧΟΛΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ:
Δημοσίευση σχολίου