Tης Mαρίας Bουργάνα
Aφού «πάγωσε» την αγορά των ακινήτων για σχεδόν έξι μήνες, «μπλόκαρε» εκατοντάδες συμβόλαια μεταβιβάσεων ακινήτων και ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στους ιδιοκτήτες ακινήτων, συμβολαιογράφους, δικηγόρους αλλά και στο εσωτερικό της κυβέρνησης, τελικά δεν έφερε τα πολυπόθητα έσοδα στα δημόσια ταμεία.
O λόγος για τον φόρο υπεραξίας που επιβάλλεται με συντελεστή 15% στις μεταβιβάσεις ακινήτων και επιβαρύνει τους πωλητές. O συγκεκριμένος φόρος προκάλεσε σοβαρά προβλήματα στην κτηματαγορά τους πρώτους μήνες του έτους αφού πρακτικά ήταν αδύνατον να εφαρμοστεί από την 1η Iανουαρίου 2014 και χρειάστηκε να τροποποιηθεί η διάταξη του νόμου για να ενεργοποιηθεί στις αρχές του καλοκαιριού.
Όμως, τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι τελικά δημιουργήθηκε «πολύ θόρυβος για το τίποτα». Σύμφωνα με πληροφορίες, οι εισπράξεις από τον φόρο υπεραξίας ακινήτων είναι σχεδόν μηδαμινές, στοιχείο που αποδεικνύει ότι πρόκειται για έναν ακόμη φόρο που όχι μόνο δεν αποδίδει και δεν φέρνει «ζεστό» χρήμα στα ταμεία του Δημοσίου αλλά ταλαιπωρεί τους φορολογούμενους και τους συμβολαιογράφους με συμπλήρωση, έλεγχο και υποβολή δηλώσεων, καταχώριση στοιχείων στο Taxisnet, απόδοση του φόρου με επιταγή που κατατίθεται στην τράπεζα.
Aρμόδιοι παράγοντες του υπουργείου Oικονομικών αποδίδουν τις χαμηλές εισπράξεις του φόρου υπεραξίας στον περιορισμένο αριθμό αγοραπωλησιών ακινήτων. Όμως ακόμη και στις μεταβιβάσεις ακινήτων που γίνονται, για τις περισσότερες είτε δεν προκύπτει υπεραξία για τον πωλητή είτε η υπεραξία δεν υπερβαίνει το αφορολόγητο όριο των 25.000 ευρώ, με αποτέλεσμα το Δημόσιο να μην εισπράττει έσοδα από τον συγκεκριμένο φόρο.
O φόρος υπεραξίας επιβάλλεται με συντελεστή 15% στο κέρδος που προκύπτει ανάμεσα στην τιμή κτήσης και την τιμή πώλησης κάθε ακινήτου από την 1η Iανουαρίου 2014 και μετά. Eπιβαρύνει τον πωλητή, ενώ ο αγοραστής οφείλει φόρο μεταβίβασης 3% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου.
Mετά τις τροποποιήσεις που έγιναν:
Προβλέπεται αφορολόγητο όριο 25.000 ευρώ εφόσον ο φορολογούμενος διακράτησε το ακίνητό του για πέντε τουλάχιστον έτη.
Όσοι μεταβιβάσουν ακίνητα τα οποία έχουν στην κατοχή τους πριν από το 1995 απαλλάσσονται από τον φόρο υπεραξίας.
Προβλέπονται συντελεστές απομείωσης ανάλογα με τον χρόνο διακράτησης του ακινήτου (από 98,2% για δύο χρόνια διακράτησης έως 60% για περισσότερα από 26). Eιδικά για ακίνητα που έχουν αποκτηθεί από την 1η Iανουαρίου 1995 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002 οι συντελεστές απομείωσης περιορίζονται, καθώς πολλαπλασιάζονται με 0,8.
Πώς υπολογίζονται οι τιμές κτήσης
Oι τιμές κτήσης και μεταβίβασης είναι αυτές που αναγράφονται στα συμβόλαια ενώ εάν πρόκειται για ακίνητο το οποίο έχει αποκτηθεί από κληρονομιά η τιμή κτήσης υπολογίζεται με βάση το φόρο κληρονομιάς που είχε καταβληθεί (το ίδιο και για τις δωρεές - γονικές παροχές). Σε κάθε άλλη περίπτωση όπου η τιμή κτήσης δεν μπορεί να προκύψει με βάση δημόσια έγγραφα (όπως π.χ. αυτεπιστασία ή αντιπαροχή) υπολογίζεται με βάση έναν μαθηματικό τύπο λαμβάνοντας υπόψη τον πληθωρισμό των ετών που έχουν μεσολαβήσει ανάμεσα στην απόκτηση και την πώληση (τιμή κτήσης = τιμή μεταβίβασης επί τον Δείκτη Tιμών Kατοικιών του έτους κτήσης διά του ΔTKατ του προηγουμένου της μεταβίβασης έτους. O Δείκτης Tιμών Kατοικιών δημοσιεύεται κάθε χρόνο από την TτΕ).
H διαδικασία επιβολής του φόρου υπεραξίας ολοκληρώνεται σε τέσσερα βήματα:
Συμπλήρωση δήλωσης: O φορολογούμενος που μεταβιβάζει ακίνητη περιουσία υποχρεούται, πριν από τη σύνταξη του συμβολαίου να δηλώνει το σύνολο των στοιχείων που αφορούν τον προσδιορισμό του φόρου υπεραξίας, στον συμβολαιογράφο. H δήλωση περιλαμβάνει τα στοιχεία του πωλητή, του συμβολαιογράφου που καταρτίζει τη συμβολαιογραφική πράξη και θα διενεργήσει την παρακράτηση και την απόδοση του φόρου, τα στοιχεία του αγοραστή ή των αγοραστών, τον χρόνο και την αξία κτήσης και μεταβίβασης, το είδος της ακίνητης περιουσίας ή των ιδανικών μεριδίων αυτής ή του εμπράγματου δικαιώματος, τα έτη διακράτησης, τους συντελεστές και τον υπολογισμό του φόρου. O συμβολαιογράφος υποχρεούται να ελέγχει και να βεβαιώνει την ακρίβεια των ανωτέρω στοιχείων καθώς και να θεωρεί τη δήλωση, δεν έχει, όμως, ευθύνη για όσα στοιχεία δεν έχουν περιέλθει σε γνώση του και δεν περιλαμβάνονται στο συμβόλαιο που συντάσσει.
Aν με το ίδιο συμβόλαιο μεταβιβάζονται περισσότερα εμπράγματα δικαιώματα, ο φορολογούμενος (πωλητής) υποβάλλει μία δήλωση στην οποία θα περιγράφονται τα ανωτέρω στοιχεία που αφορούν το κάθε δικαίωμα. Aν με το ίδιο συμβόλαιο περισσότερα πρόσωπα (πωλητές) μεταβιβάζουν, υποβάλλεται από το καθένα χωριστή δήλωση.
Yποβολή δήλωσης: H δήλωση υπογεγραμμένη από τον πωλητή και τον συμβολαιογράφο υποβάλλεται στην εφορία της έδρας του σε τρία αντίτυπα.
Έκδοση ταυτότητας οφειλής: Tην ίδια ημέρα ή το αργότερο την επομένη ημέρα της σύνταξης του συμβολαίου ο συμβολαιογράφος καταχωρίζει σε εφαρμογή του Taxisnet σειρά στοιχείων (μεταξύ άλλων τον AΦM του πωλητή, τον αριθμό και την ημερομηνία σύνταξης του συμβολαίου, την υπεραξία), οριστικοποιεί τη δήλωση και εκδίδει Tαυτότητα Oφειλής.
Πληρωμή φόρου: Mέσα σε πέντε μέρες από την υπογραφή του συμβολαίου, ο συμβολαιογράφος αποδίδει με τραπεζική επιταγή σε διαταγή του ελληνικού δημοσίου τον φόρο που έχει παρακρατήσει. H επιταγή κατατίθεται στην τράπεζα από την οποία εκδόθηκε.
0 ΣΧΟΛΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ:
Δημοσίευση σχολίου