Γενιά του Πολυτεχνείου. Η πιο άχρηστη γενιά Ελλήνων όλων των εποχών
Η γενιά, που τα «έφαγε» όλα και χρεωκόπησε το κράτος.
Η γενιά, που, για να σωθεί η ίδια …«πούλησε» τα παιδιά της στο ΔΝΤ.
…«Ξέρεις ποιος είναι αυτός ρεεεε; Ρε…ξέρεις ποιον έσπρωξες; Ρε…ξέρεις ποιου τα στοιχεία ζήτησες για εξακρίβωση;» …φώναξε ένας «δημοκράτης» των Εξαρχείων σε κάποιον νεαρό αστυνομικό, ο οποίος τόλμησε να ελέγξει τον προκλητικό Παπαχρήστο. Ένας εμφανώς κρατικοδίαιτος και άρα επαγγελματίας «δημοκράτης» έκανε αυτό, το οποίο κάνουν συνήθως όλοι οι όμοιοί του στη μεταπολίτευση. Άσκησε το πιο δημοφιλές σπορ των «αριστερών» στην «αριστερή» μεταπολίτευση. Το σπορ της εκ του ασφαλούς «απείθειας» προς την εξουσία.
«Έβγαλε γλώσσα» στην εξουσία. Στην εξουσία του χωροφύλακα. Στη δήθεν εξουσία του δήθεν χωροφύλακα, τον οποίο οι ίδιοι διορίζουν από το 81′ και πέρα και τον χρησιμοποιούν κατά βούληση. Όταν δεν τον βρίζουν στον δρόμο κάποιες πολύ συγκεκριμένες «ηρωικές» ημερομηνίες, τον έχουν έξω από τα σπίτια τους, είτε για να τους φυλάει είτε για να τον στείλουν στο σούπερ μάρκετ και να κουβαλήσει τα ψώνια τους.
Σ’ αυτόν απευθύνθηκε ο επαγγελματίας «αριστερός», προφανώς για να τον ακούσει ο λαός και όχι ο ίδιος ο «χωροφύλαξ». Ο «χωροφύλαξ» έτσι κι αλλιώς πάντα γνώριζε ποιος είναι ο Παπαχρήστος και ο κάθε Παπαχρήστος. Ο «χωροφύλαξ» πάντα γνώριζε ποιοι είναι όλοι αυτοί, γιατί αναλάμβανε πάντα να τους προστατεύσει. Ο «χωροφύλαξ» πάντα τους γνώριζε, γιατί γνώριζε το χαφιεδαριό, το οποίο περιφερόταν στα γραφεία της ασφάλειας. Ο λαός είναι αυτός, ο οποίος έχει αρχίσει να «ξεχνάει» ποιος είναι ο Παπαχρήστος και αυτό είναι που τους ενοχλεί. Ο λαός μπορεί να μην «ξεχνάει» τι σημαίνει «Δεξιά», αλλά τελευταία με τους Αλαβάνους και τους Κουβέληδες έχει αρχίσει και «θυμάται» τι σημαίνει «Αριστερά». Ο λαός έχει αρχίσει να μην θυμάται αυτά που «πρέπει» και αυτό είναι που μειώνει τα κέρδη των «ηρώων» της Αριστεράς. Μειώνει την «κληρονομιά» τους …και έχουν παιδιά ν’ αποκαταστήσουν. Έτσι λοιπόν, για ν’ ακούσει ο λαός, μας εξήγησε ο εξοργισμένος «δημοκράτης» ότι ο Παπαχρήστος είναι η «φωνή». «Η ΦΩΝΗ του Πολυτεχνείου». Η μισή ΦΩΝΗ του Πολυτεχνείου, για να είμαστε δίκαιοι, εφόσον την άλλη μισή την ταΐζουμε τώρα στην Ευρώπη και είναι η διαβόητη Δαμανάκη.
Δαμανάκη και Παπαχρήστος. Το δίδυμο της «επιτυχίας» του Πολυτεχνείου. Η μία φώναζε …»Εδώ Πολυτεχνείο» με τον στόμφο και την ένταση που κάποιος πλανόδιος καντινιέρης φωνάζει …»εδώ μεζεδοπωλείο» και ο άλλος παρίστανε τον Ταμτάκο της κοινωνικής αντίστασης. Πραγματικός Ταμτάκος. Ο Μήτσος ο Ταμτάκος. Ούτε «Μολών Λαβέ» ως αρχαίος Έλληνας ούτε «Ελεύθερος Πολιορκημένος» ως νεώτερος. Δεν χρειάστηκε, εφόσον στο Πολυτεχνείο δεν στήθηκαν ούτε Θερμοπύλες ούτε Μεσολόγγια. Φάμπρικα στήθηκε και στις φάμπρικες δεν γίνονται μάχες, αλλά παζάρια. Γι’ αυτόν τον λόγο οι «ήρωες» φώναζαν προς πάσα κατεύθυνση. Φώναζαν σε υποψήφιους «πελάτες», είτε για «βοήθεια» είτε για «έλεος».
«Ήρωες», που για τη δική τους ασφάλεια να ζητούν την «ασπίδα» του άμαχου κόσμου ή να εκλιπαρούν για το έλεος των αντιπάλων τους, μόνο στο ελληνικό Πολυτεχνείο υπήρξαν. Στο πρώτο εξειδικευόταν η Δαμανάκη και στο δεύτερο ο Παπαχρήστος. Αυτός μάλιστα θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ένας Ταμτάκος κανονικός …»Καλέ μου κύριε Φαντάρε. Μη μου κάνεις κακό. Αντέλφι σου είμαι. Ντεν έχω τίποτες απάνω μου. Να… ντες και μόνος σου. Τώρα τα πω και τον ετνικό ύμνο. Ίντιοι είμαστε. Για το μεροκάματο πολεμάμε. Να ζήσουμε κι εμείς αντέλφια».
Να ζήσουν ήθελαν τα μετέπειτα golden boys της μεταπολίτευσης. Να ζήσουν άκοπα και πλούσια. Ξεκίνησαν τις ζωές τους χωρίς κεφάλαιο και θέλησαν να το αποκτήσουν πίσω από τα κάγκελα του Πολυτεχνείου. Στην «αυλή» του φύτεψαν ένα «δένδρο» και παίρνουν κάθε χρόνο τη «σοδειά» τους. Τα πιο golden boys απ’ όλα. Τα boys και τα girls που πήραν το πιο πλούσιο μεροκάματο που δόθηκε ποτέ στην Ελλάδα. Πάρα πολύ πλούσιο, αν σκεφτεί κάποιος ότι εκείνο το «μεροκάματο» της Δαμανάκη εξακολουθεί ακόμα να της αποδίδει χιλιάδες ευρώ μηνιαίως. Κι όμως. Ένα απλό μαρούλι διατηρεί τη φρεσκάδα του για πολύ περισσότερο χρόνο απ’ όσο διήρκησε ο αγώνας της Δαμανάκη και του Παπαχρήστου …μαζί.
Εδώ μπορεί να καταλάβει ο αναγνώστης τι σημαίνει Golden Boy. Να καταλάβει αυτά, τα οποία γνώριζαν από τότε οι «ήρωες» του Πολυτεχνείου. Αυτά, τα οποία όλοι οι υπόλοιποι εργαζόμενοι, για να τα καταλάβουν, έπρεπε να περάσουν δεκαετίες και αφού πρώτα δουν τη Goldman Sachs. Να καταλάβουν οι άνθρωποι του μόχθου και του μεροκάματου τις αναλογίες κόπου και αμοιβής, που καθιστούν κάποιον Golden. Για μια βραδιά υποτιθέμενης αντίστασης κάποιοι ζούνε για πάνω από τριανταπέντε χρόνια σαν βασιλείς. Χιλιάδες ώρες έχουν καταναλώσει από τις ζωές τους, για να μας περιγράψουν ένα συγκεκριμένο εικοσάλεπτο της μίζερης ζωής τους. Συνεχώς επαναλαμβάνουν τα ίδια και τα ίδια, ενώ με το ίδιο βίντεο θα μπορούσαν να καλύψουν τριανταπέντε χρόνια αναλύσεων. Ελλείψει αδημοσίευτων ηρωικών περιστατικών ή άλλων δεδομένων, έχουν φτάσει σε σημείο ν’ αναζητούν τις συνθήκες ατμοσφαιρικής πίεσης και υγρασίας εκείνης της «ηρωικής» βραδιάς.
…Κι όμως, αυτοί είναι από τους «κορυφαίους» μιας ολόκληρης γενιάς. Τόσο «κορυφαίοι», που έδωσαν στη γενιά τους τη δική τους «ταυτότητα». Τόσο «κορυφαίοι», που πάνω τους άρχισε να «χτίζεται» το σταρ σύστεμ μιας ολόκληρης γενιάς. Πριν περιγράψουμε ακριβώς τι «χτίστηκε» πάνω τους, χρήσιμο είναι να πούμε μερικά γενικά πράγματα και τα οποία αφορούν όλες τις γενιές. Οι κορυφαίοι άνθρωποι της κάθε γενιάς είναι αυτοί που την χαρακτηρίζουν. Αυτούς θυμούνται οι επόμενοι και αυτοί λειτουργούν ως χαρακτηριστικό της. «Η Αθήνα του Περικλή» …λέμε. «Η Ελλάδα του Αλεξάνδρου». Οι κορυφαίοι λοιπόν της κάθε γενιάς λειτουργούν όπως οι «χρωστικές» στη χημεία. Δίνουν «χρώμα» στη γενιά τους. Μπορεί να μην εκφράζουν ή ν’ αντιπροσωπεύουν απόλυτα τα χαρακτηριστικά τής κάθε γενιάς, αλλά είναι αυτοί, οι οποίοι της δίνουν «ταυτότητα».
Είτε για καλό είτε για κακό, αυτό συμβαίνει πάντα. Δεν είναι απαραίτητο δηλαδή να είναι όμοιοι οι λίγοι, οι οποίοι δίνουν το «χρώμα», με τη μεγάλη μάζα, που «χρωματίζεται». Δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζονται. Δεν ήταν όλοι οι αρχαίοι Αθηναίοι ίδιοι με τον Περικλή, όπως δεν ήταν και όλοι οι αρχαίοι Μακεδόνες ίδιοι με τον Αλέξανδρο.Κάποιες φορές οι πολλοί ευνοούνται από αυτές τις ταυτίσεις και κάποιες άλλες φορές αδικούνται. Το «χρώμα» είναι αυτό το οποίο φαίνεται και από αυτό δεν ξεφεύγει ολόκληρη η γενιά. Το «χρώμα», το οποίο δεν είναι ακίνδυνο, αν συνδυάζεται με δηλητηριώδεις ιδιότητες. Δεν είναι ακίνδυνο, όταν μετατρέπει σε ομόχρωμο δηλητήριο τεράστιες ποσότητες όγκου νερού. Αρκεί ένα φιαλίδιο αρσενικού, για να δηλητηριαστεί μια ολόκληρη πισίνα. Ξαφνικά δεν μετατράπηκε το νερό σε αρσενικό, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτε, όταν δεν μπορεί να εξυπηρετήσει ως νερό.
Η γενιά λοιπόν του Πολυτεχνείου χρωμάτισε και δηλητηρίασε μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων. Εξαιτίας των άθλιων και βρομερών «χρωστικών» της, είναι η χειρότερη γενιά Ελλήνων στο σύνολο της ιστορίας. Είναι η χειρότερη, άσχετα αν ο μέσος Έλληνας αυτής της γενιάς δεν διέφερε σε τίποτε από τους παλαιότερους. Η γενιά του όμως δεν παύει να είναι η χειρότερη της ελληνικής ιστορίας. Γιατί; Γιατί είχε τους χειρότερους ανθρώπους επικεφαλής της. Είχε το κατακάθι της κοινωνίας. Είχε το ίζημα του κοινωνικού βόθρου. Ως «χρωστική» είχε το χρώμα των βοθρολυμάτων. Ως παθογόνος παράγοντας είχε την τοξικότητα «αρσενικού». Το αποτέλεσμα είναι καταδικαστικό για ολόκληρη τη γενιά της μεταπολίτευσης.
Θα πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά, για να καταλάβει ο αναγνώστης τι λέμε. Να καταλάβει μέσω ποιας σύγκρισης προκύπτει αυτό το αποτέλεσμα. Για να γνωρίζεις ποιος είναι ο χειρότερος, θα πρέπει να γνωρίζεις τον λόγο που οι υπόλοιποι είναι καλύτεροι. Από την εποχή λοιπόν του πολέμου μέχρι σήμερα τρεις γενιές Ελλήνων έχουν περάσει από αυτήν τη χώρα και τώρα έρχεται η τέταρτη. Η γενιά του πολέμου του 40, η μεταπολεμική γενιά και η γενιά του Πολυτεχνείου. Η ποιότητα της κάθε γενιάς κρίνεται από την ποιότητα αλλά και τον όγκο της κληρονομιάς που αφήνει πίσω της. Κρίνεται από την περιουσία που αφήνει στα παιδιά της. Άλλες γενιές αφήνουν πίσω τους μεγάλο όγκο κληρονομιάς και άλλες αφήνουν πίσω τους υψηλής ποιότητας κληρονομιές.
Όλες οι γενιές των Ελλήνων ήταν άξιες, γιατί κατά κανόνα άφηναν μια Ελλάδα ισχυρότερη από αυτήν που παραλάμβαναν οι ίδιες. Ακόμα και η γενιά της Μικρασιατικής Καταστροφής άφησε πίσω της μια Ελλάδα σε διπλάσιο μέγεθος από αυτήν που παρέλαβε. Μπορεί σε ένα γενικό επίπεδο, που αφορά τον ελληνισμό, να ήταν πράγματι καταστροφική, αλλά στο στενό εθνικό και κρατικό επίπεδο άφησε μια σημαντική κληρονομιά στους επόμενους. Όλες οι γενιές ήταν άξιες …εκτός από μία. Τη γενιά του Πολυτεχνείου …Τη γενιά της Μεταπολίτευσης …Την πιο σάπια γενιά Ελλήνων.
Δεν χρειάζεται να γνωρίζει κάποιος πολλές λεπτομέρειες, για να καταλάβει ποιος είναι σημαντικός και ποιος όχι. Η «λογιστική» της ιστορίας είναι πάντα απλή. Ο σημαντικός «φωνάζει» και τον ακούνε κι οι κουφοί. Ο Λεωνίδας ήταν σημαντικός και δεν απαιτείται κάποιος καθηγητής της ιστορίας, για να μας το εξηγήσει. Ο Κολοκοτρώνης ήταν επίσης σημαντικός. Οι ασήμαντοι είναι αυτοί οι οποίοι έχουν ανάγκη την ανάλυση για τον ίδιο λόγο που χρειάζεται επιστημονική γνώση και τεχνολογικά μέσα, για να καταλάβουμε πόσο είναι το λίπος του κουνουπιού. Ο Σημίτης είναι αυτός ο οποίος έχει ανάγκη την επιστήμη, για να μας εξηγήσει αυτά, τα οποία δεν καταλαβαίνουμε και είναι η σημαντικότητά του. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις γενιές. Οι σημαντικές γενιές «φωνάζουν», γιατί πάνω στα κατορθώματά τους ζουν οι επόμενες. Ζούνε καλύτερα απ’ ό,τι έζησαν αυτοί, οι οποίοι θυσιάστηκαν γι’ αυτούς. Ο σημαντικός είναι αυτός ο οποίος θυσιάζεται και όχι αυτός που απολαμβάνει το κέρδος της θυσίας.
Από την εποχή λοιπόν του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και εντεύθεν, τρεις ήταν οι γενιές που έχουν περάσει. Η γενιά του πολέμου του 40, η μεταπολεμική γενιά και η γενιά του πολυτεχνείου. Η γενιά της αντίστασης. Η γενιά της αναγέννησης και της δημιουργίας. Η γενιά του ξεπουλήματος. Η γενιά του πολέμου του 40 ήταν μια γενιά αξιοθαύμαστη. Μια γενιά, η οποία κέρδισε τον παγκόσμιο θαυμασμό. Αντιστάθηκε γενναία σε μια αυτοκρατορία και νίκησε. Θυσιάστηκε για την ελευθερία της και κέρδισε. Άφησε την Ελλάδα μεγαλύτερη από ποτέ. Κέρδισε με το αίμα της και την επανένωση με τα Δωδεκάνησα. Άφησε την Ελλάδα στους επόμενους στη μεγαλύτερή της μορφή.
Η επόμενη γενιά ήταν εξίσου ηρωική. Τόσο ηρωική, που η ειρηνική θυσία της ομοιάζει με πραγματική θυσία πολέμου. Δούλεψαν τόσο πολύ, που, όταν ίδρωναν, άφηναν αίμα και όχι ιδρώτα. Η πιο εργατική γενιά Ελλήνων όλων των εποχών. Η γενιά, που το έργο της μπορεί άνετα να συναγωνιστεί το γερμανικό «θαύμα». Παρέλαβαν μια Ελλάδα πλήρως ισοπεδωμένη από τον πόλεμο και την «έχτισαν» από την αρχή. Την έχτισαν σε σημείο να την ευθυγραμμίσουν σχεδόν με το σύνολο της ανεπτυγμένης Ευρώπης. Έχτισαν εκ του μηδενός τις υποδομές της. Δημιούργησαν ένα τεράστιο δημόσιο κεφάλαιο, το οποίο παρήγαγε υπέρ του λαού όλα τα αγαθά, τα οποία θεωρούνται στρατηγικού χαρακτήρα. Ενέργεια, ύδρευση, τηλεπικοινωνίες κλπ.. Άφησαν ένα σύστημα παιδείας, το οποίο «παρήγαγε» επιστημονικό δυναμικό ευπρόσδεκτο σε όλα τα διάσημα πανεπιστημιακά ιδρύματα αυτού του Πλανήτη. Άφησαν νοσοκομεία, όπου οι γιατροί κοιτούσαν τα συμπτώματα των αρρώστων και όχι τις τσέπες τους. Άφησαν ασφαλιστικά ταμεία γεμάτα. Δεν άφησαν σχεδόν καθόλου εξωτερικό χρέος.
Αυτές τις δύο ταλαιπωρημένες αλλά άξιες γενιές ακολούθησε η γενιά του Πολυτεχνείου. Η γενιά η οποία κληρονόμησε μια Ελλάδα μεγάλη και προπάντων «χτισμένη». Η πιο πλούσια κληρονόμος γενιά στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Η γενιά, η οποία είχε τον πιο εύκολο ρόλο. Μόνον σωστή διαχείριση επέβαλε ο ρόλος της να κάνει, εφόσον τα δύσκολα τα είχαν κάνει οι προηγούμενοι. Όμως, η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί και αυτή η γενιά δεν είχε καλό «πρωινό». Με το «καλημέρα» αυτή η γενιά έγινε η αιτία να «χαθεί» η Κύπρος. Η πρώτη «υποθήκη» που έβαλε, για να ανέλθει ακόπως στην εξουσία και να διαδεχθεί την προηγούμενη. Αφού κάποιοι αποφάσισαν προκαταβολικά για την «ηγεσία» αυτής της γενιάς, της ζήτησαν επίσης προκαταβολικά το αντίτιμο. Τα αφεντικά θα έπαιρναν την Κύπρο και η γενιά του Πολυτεχνείου θα έπαιρνε τη «σκυτάλη» στην Ελλάδα …Καλή μοιρασιά.
Δεν έχασε η μεταπολεμική γενιά την Κύπρο. Την Κύπρο την έχασε η γενιά της μεταπολίτευσης. Η νέα τότε γενιά, η οποία δέχθηκε να μην αντιδράσει στην εισβολή, γιατί οι «ήρωές» της είχαν προκαταβολικά καταλάβει τις θέσεις τους. Όταν μια νέα γενιά έχει «ήρωες» πριν ακόμα αγωνιστεί ηρωικά για έναν υψηλό στόχο, τότε υπάρχει πρόβλημα. Το κυπριακό ζήτημα εξακολουθεί ακόμα να σέρνεται, γιατί αυτή η ίδια γενιά το «σέρνει». Δεν λύνεται, γιατί η κυρίαρχη γενιά το «χρωστάει». Όταν δηλαδή κάποιοι μεθόδευαν την εισβολή στην Κύπρο, γνώριζαν εκ των προτέρων ότι δεν θα αντιδρούσε η Ελλάδα. Γιατί; Γιατί πάντα αυτοί, οι οποίοι αντιδρούν, είναι οι νέοι και στην περίπτωση εκείνη οι νέοι ήταν ήδη «καπελωμένοι» από «ήρωες». «Ήρωες» γενναίους και πατριώτες όσο η Δαμανάκη και ο Παπαχρήστος. «Ήρωες», που, για «ξεκάρφωμα», διαδήλωναν για τη Νικαράγουα και την Παλαιστίνη, αλλά όχι για την Κύπρο. «Ήρωες», που, για «ξεκάρφωμα», πετούσαν πέτρες και μολότοφ στην αστυνομία …Στην αστυνομία των κοινών αφεντικών.
Όλα αυτά έγιναν, γιατί κατόρθωσαν τα ντόπια και ξένα αφεντικά της Ελλάδας να «καπελώσουν» τη γενιά της μεταπολίτευσης …Να βάλουν τους χειρότερους ανθρώπους επικεφαλής της. Για να το κατορθώσουν αυτό, έπαιξαν παιχνίδια βίας τύπου Πολυτεχνείου. Τότε έγινε κάτι το πρωτοφανές. Δεν έγινε φυσιολογική αλλαγή φρουράς μεταξύ των γενιών. Δεν συγκρούστηκαν οι δυνατοί και οι γρήγοροι της νέας γενιάς με τους ισχυρούς της προηγούμενης, ώστε να διεκδικούν σιγά-σιγά μερίδιο στη διαχείριση της εξουσίας. Με τις πλάτες των ξένων και των υπηρεσιών τους η γενιά του Πολυτεχνείου ανέλαβε τη διαχείριση τους συνόλου της εξουσίας, χωρίς να αξιολογηθεί το ανθρώπινο δυναμικό της σε ένα ικανοποιητικό «βάθος» χρόνου, όπως συμβαίνει συνήθως.
Για λόγους που γνωρίζουν οι προδότες και κάποιες ξένες μυστικές υπηρεσίες, η μεταπολεμική γενιά, η οποία εργάστηκε σαν τους «σκύλους», φορτώθηκε όλα τα κακά. Μια τίμια και εμφανέστατα αγαθή γενιά της δυστυχίας και της ορφάνιας φορτώθηκε τον εμφύλιο, τη Χούντα, αλλά και την καταστροφή της Κύπρου. Για όλα έφταιγαν εκείνοι. Έφταιγαν εκείνοι οι δυστυχείς, οι οποίοι βίωσαν όλες τις τραγικές συνέπειες του πολέμου και του εμφυλίου που τον ακολούθησε. Έφταιγαν εκείνοι οι αφελείς, γιατί δεν μπόρεσαν ν’ αντισταθούν στις αποφάσεις των αφεντικών. Απέναντί τους στεκόταν όλες οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και η νέα γενιά εκείνης της εποχής. Η γενιά, η οποία, μέσω του «στημένου» Πολυτεχνείου, είχε προκαταβολικά ορίσει τη χαφιεδοηγεσία της. Η γενιά, η οποία θα τα αναλάμβανε όλα και μάλιστα αυτόματα, έχοντας τεράστια «πίστωση». Πίστωση πατριωτισμού, γενναιότητας και δημοκρατικότητας, εφόσον δεν είχε προηγούμενο έργο, προκειμένου να κριθεί με ασφάλεια. Με τις «πλάτες των» αφεντικών του Ανδρέα τα «θεία βρέφη» ανέλαβαν τα πάντα.
Αυτό ήταν το ζητούμενο για τους ιμπεριαλιστές. Στην κυριολεξία έβαλαν το κατακάθι στην κορυφή. Τον πάτο τον έκαναν «κορυφή». Πώς γίνεται αυτό; Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη συνωμοτική γνώση και μεθόδευση. Είναι το κόλπο, που γνωρίζει η κάθε νοικοκυρά. Ας φανταστεί ο αναγνώστης ότι η κοινωνία μοιάζει με ένα «τσουβάλι». Ένα «τσουβάλι» γεμάτο με πολύτιμα και όλων των ειδών τα υφάσματα. Ένα «τσουβάλι» όμως, που στον πάτο του είναι βρόμικο. Ένα «τσουβάλι», που στον πάτο του έχει σκατά. Τι πρέπει να κάνεις, όταν θέλεις αυτά τα «σκατά» να τα φέρεις στην κορυφή; Το ίδιο πράγμα που κάνεις, για να γυρίσεις ένα ρούχο από την ανάποδη. Μέσα από μια τρύπα βάζεις το χέρι σου μέχρι τον πάτο και αφού πιάσεις τα «σκατά», τα τραβάς προς τα έξω και στη συνέχεια τα βαστάς στην κορυφή.
Αυτό έκανε και το σύστημα στην Ελλάδα. Έβαλε το «χέρι» του και τράβηξε τα «σκατά» στην κορυφή. Από μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων έπιασε τους χειρότερους και τους τοποθέτησε αυθαίρετα για μια στιγμή στην κορυφή. Από εκεί και πέρα γνώριζε τον τρόπο, ώστε αυτήν τη στιγμή να την κάνει πολύχρονη. Η «τρύπα», που χρησιμοποίησε, για να βάλει το «χέρι» του, ήταν το Πολυτεχνείο. Ένα αόρατο ιμπεριαλιστικό «χέρι» μπήκε από την «τρύπα» του Πολυτεχνείου στην ελληνική κοινωνία και τη «γύρισε» ανάποδα. Την τράβηξε με τέτοιον τρόπο, που το «μέσα» έγινε «έξω». Το «πάνω» έγινε «κάτω». Από εκεί και πέρα το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να σταθεροποιήσει την κατάσταση.
Για τη σταθεροποίηση αυτού του παράδοξου φαινόμενου επιστρατεύτηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ο Παπανδρέου ήταν η «πινέζα» του πάτου, που καρφώθηκε στην «κορυφή» της κοινωνίας, προκειμένου να διατηρεί την ανάποδη δομή της σταθερή. Ο Παπανδρέου ήταν ο «πατέρας» της γενιάς του Πολυτεχνείου. Αυτός, δηλαδή, πήρε πάνω του την εξουσία της προηγούμενης γενιάς και παρέδωσε τη «σκυτάλη» στην επόμενη. Αυτός «έθαψε» τη δική του γενιά και «αγιοποίησε» την επόμενη. Αυτός εξουδετέρωσε με συνοπτικές διαδικασίες την προηγούμενη γενιά. Πήρε το σύνολο της εξουσίας των συνομήλικών του και την παρέδωσε στους νεότερους, οι οποίοι λειτούργησαν ως «παιδιά» του …Στα «θεία» και άλλα «βρέφη». Στην πραγματικότητα την παρέδωσε εκεί, όπου του υπέδειξαν τα αφεντικά του. Ο Παπανδρέου, ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ. Ο Εβραίος ιδρυτής του πρώην ΠΑΚ, το οποίο ιδρύθηκε με χρήματα του Ρότσιλντ και του Ροκφέλερ.
Αν καταλάβει κάποιος τι ακριβώς ήταν ο Ανδρέας, θα καταλάβει τι ακριβώς σημαίνει «ανάποδα» για μια κοινωνία. Τι θα πει ν’ ανέβει ο πάτος της στην κορυφή της και να τη δηλητηριάσει στο σύνολό της. Να τη δηλητηριάσει, γιατί τα «βαρίδιά» της εμφανίζονται να «επιπλέουν» στην κορυφή και ο «αφρός» της να μην κινείται με βάση τη φυσική και αντί να πηγαίνει προς τα «επάνω» να πηγαίνει προς τα «κάτω». Αυτό έγινε καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Ό,τι καλύτερο είχε να επιδείξει η κυρίαρχη γενιά αυτής της εποχής, πήγαινε στον «πάτο», γιατί απλούστατα η «κορυφή» ήταν κατειλημμένη. Απλά πράγματα. Σε κανονικές συνθήκες το κατακάθι πηγαίνει —λόγω βαρύτητας— στον πάτο και οι άξιοι με κόπο στην κορυφή. Όταν γυρίσεις ανάποδα την κοινωνία, η βαρύτητα εμφανίζεται σαν άνωση και το κατακάθι κατευθύνεται προς την κορυφή της. Οι άξιοι με κόπο και θυσίες προχωράνε διαρκώς προς τα τάρταρα της κοινωνίας. Μέχρι να καταλάβουν τι συμβαίνει, μπαίνουν στον χώρο της απαξίας και του περιθωρίου.
Αυτό συνέβη με τη γενιά της μεταπολίτευσης. Η κορυφή της ήταν μόνιμα κατειλημμένη από τους άχρηστους. Κατειλημμένη από τα σκουπίδια της κοινωνίας. Τα σκουπίδια σε όλους τους χώρους, εφόσον το κοινωνικό σταρ-σύστεμ αφορούσε μια κοινωνία απόλυτα ανεστραμμένη. Σε όλους τους χώρους υπήρχαν τα ίδια προβλήματα με τα ίδια πρόσωπα. Όλα αυτά είναι «χτισμένα» πάνω στο ίδιο πρόσωπο …Το πρώτο από τα σκουπίδια, που κυριάρχησαν στη μεταπολίτευση. Το σκουπίδι με το όνομα Ανδρέας Παπανδρέου. Αυτόν ανέλαβαν να «φτιάξουν» οι μυστικές υπηρεσίες των ισχυρών σαν τον «πρώτο» και αυτός ήταν που καταδίκασε την κοινωνία στην περίεργη λειτουργία της. Όταν μια κοινωνία έχει σαν «πρώτο» έναν άνθρωπο όπως ο Ανδρέας, είναι θέμα χρόνου να την «πατήσει». Γιατί; Γιατί αυτός, προκειμένου να διατηρήσει τα «πρωτεία», θα πλαισιωθεί από ομοίους του, οι οποίοι θα δημιουργήσουν συνθήκες συμμορίας. Όμως, συμμορία με την ισχύ των ξένων ιμπεριαλιστών και του κρατικού μηχανισμού, είναι ανίκητη.
Αυτό, το οποίο πρέπει να δούμε, είναι το πώς ο Ανδρέας εμφανίστηκε σαν «πρώτος». Εμφανίστηκε σαν «πρώτος», γιατί απλά ήταν ασυναγώνιστος. Κανένας δεν μπορούσε να τον συναγωνιστεί, γιατί απλά έπαιζε μια παράσταση σε συνεργασία με τις μυστικές υπηρεσίες των ισχυρών. Ακόμα και ο πιο γενναίος Έλληνας δεν μπορούσε να πει αυτά, τα οποία έλεγε ο «θεατρίνος». Ακόμα και ο πιο δημοκράτης Έλληνας δεν μπορούσε να πει αυτά, τα οποία έλεγε ο «αντιδεξιός» Ανδρέας. Ακόμα και ο πιο αντι-ιμπεριαλιστής Έλληνας δεν μπορούσε να πει αυτά, τα οποία έλεγε ο «σοσιαλιστής» Ανδρέας. Ακόμα και ο πιο αντιαμερικανός Έλληνας δεν μπορούσε να πει αυτά, τα οποία έλεγε ο Αμερικανός υπήκοος Ανδρέας. Ακόμα και ο πιο φιλοπαλαιστίνιος Έλληνας δεν μπορούσε να πει αυτά, τα οποία έλεγε ο Σιωνιστής Ανδρέας. Δεν υπήρχε Έλληνας τόσο γενναίος και ταυτόχρονα τόσο ριψοκίνδυνος, που να μπορεί να πει ό,τι έλεγε εκ του ασφαλούς ο δειλός και υποταγμένος Εβραίος.
Να τα κάνουμε όλα αυτά μια «σούμα», για να δούμε τι θα βγει; Ένας λαός κατά κανόνα δημοκρατικός, αντι-ιμπεριαλιστικός, αντιαμερικανικός και φιλοπαλαιστήνιος ποιον θα είχε ως «πρώτο»; Αυτόν, ο οποίος θα τον εξέφραζε απόλυτα. Άρα; Άρα τον Ανδρέα. Τον Ανδρέα, ο οποίος είχε συνεννοηθεί με την τοπική αμερικανική πρεσβεία να λέει ό,τι θέλει, προκειμένου να μην απειλείται το «πρωτείο» του. Ο «πρώτος» των Ελλήνων της μεταπολίτευσης με αυτόν τον τρόπο «κατασκευάστηκε». Ο «πατέρας» της γενιάς του Πολυτεχνείου. Ο πιο πατριώτης, ο πιο μάγκας, ο πιο γενναίος, ο πιο γενναιόδωρος, ο πιο… …Ο πιο «Έλληνας», που ήταν γνήσιος Εβραίος. Γνήσιος Εβραίος, εφόσον οι Εβραίοι ακολουθούν τη γραμμή της μητέρας και αυτός ήταν γιος της Μινέικο. Ο γιος της Εβραίας είναι γνήσιος Εβραίος, ακόμα κι αν ο πατέρας του είναι εξωγήινος.
Γύρω από αυτό το «σκουπίδι» των αμερικανικών και ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών χτίστηκε το μεταπολιτευτικό σταρ-σύστεμ. Το σταρ-σύστεμ, που χρησιμοποίησε ως συνεκτικό του στοιχείο το «Πολυτεχνείο». Το «Πολυτεχνείο», το οποίο είναι γνωστό ότι «κατασκευάστηκε» από υπηρεσίες όπως η Μοσάντ ή η CIA. Τον «ήρωα» Ανδρέα πλαίσιωσαν οι «ήρωες» του Πολυτεχνείου και από εκεί συνδέθηκαν φίλοι και κολλητοί όλοι σε μια ενιαία δομή. Τον «χέστη», που έκλαιγε, όταν τον συνέλαβαν στο σπίτι του οι αστυνομικοί της Χούντας, τον πλαίσιωσαν οι «χέστες», που έκλαιγαν, για να μην τους συλλάβουν στο Πολυτεχνείο οι ίδιοι Αστυνομικοί. Τον «χέστη», ο οποίος κρυβόταν στη σοφίτα του σπιτιού του σαν τη γάτα, τον πλαίσιωσαν οι «χέστες», οι οποίοι κρυβόταν σαν τα ποντίκια πίσω από τα κάγκελα του Πολυτεχνείου.
Το ατομικό «πρωτείο» με αυτόν τον τρόπο έγινε συλλογικό «πρωτείο» …Το «πρωτείο» της συμμορίας του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα …Το πρωτείο της συμμορίας, που κυβερνά τη χώρα σχεδόν στο σύνολο της μεταπολίτευσης …Το πρωτείο της συμμορίας, που δηλώνει αυθαίρετα «σοσιαλιστική» και «αριστερή», γιατί αυτό επιβάλει το πολιτικό μάρκετινγκ του τύπου …»ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά». Γι’ αυτόν τον λόγο ακόμα και σήμερα η νεολαιίστικη οργάνωση του ΠΑΣΟΚ αντιλαμβάνεται το Πολυτεχνείο και το σύμβολό του, που είναι μια ελληνική σημαία, ως ιδιοκτησία του. Σε μπαούλα της ΠΑΣΠ βρίσκεται η δήθεν «ηρωική» σημαία του Πολυτεχνείου.Αυτή η συμμορία ήταν το απόλυτο κατακάθι της κοινωνίας. Παλιοί χαφιέδες της χουντικής ασφάλειας, οι οποίοι παρίσταναν τους αντιχουντικούς αγωνιστές. Παλιοί λακέδες του παρακράτους, οι οποίοι παρίσταναν τους «δημοκράτες» δημοσιογράφους. Παλιοί περιθωριακοί της τράκας και της ξεφτίλας. Χασικλήδες, οι οποίοι κινούνταν στα όρια της εμπορίας για τα έξοδά τους. Κοινά τεμπελόσκυλα, που λαθροβιούσαν στους τεκέδες και στα χαμαιτυπεία της Πρωτεύουσας. Κολομπαράδες, οι οποίοι, προκειμένου να ανελιχθούν στο σύστημα, εξυπηρετούσαν «δημοκράτες» εκδότες και άλλους ανώμαλους μεγαλοαστούς της πρωτεύουσας. Πούστηδες, οι οποίοι, προκειμένου να εξασφαλίσουν εραστές, αναλάμβαναν τις πιο βρόμικες αποστολές. Πόρνες πρόθυμες να κοιμηθούν με τον «μεγάλο τιμονιέρη», προκειμένου να διακριθούν στην πολιτική. Ζιγκολό της συμφοράς, οι οποίοι εξυπηρετούσαν πλούσιες γραίες. Ό,τι σκουπίδι υπήρχε στην Αθήνα, αφέθηκε ελεύθερο μετά την «πλημμύρα» που ακολούθησε της πτώσης της Χούντας. Ό,τι λύμα υπήρχε στην επαρχία, «αποστραγγιζόταν» κι αυτό στη μεγάλη «λεκάνη» της Πρωτεύουσας. Καθάρματα με την αρχαία σημασία του όρου …Σκουπίδια δηλαδή.
0 ΣΧΟΛΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ:
Δημοσίευση σχολίου