Μετά τη μικρή ανάσα του Σεπτεμβρίου, οι λογαριασμοί ρεύματος ανα
μένεται να τραβήξουν ξανά την ανηφόρα από τον Οκτώβριο, πιέζοντας οικογενειακούς προϋπολογισμούς και μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Παρότι σε ετήσια βάση καταγράφεται αποκλιμάκωση, η μηνιαία μεταβλητότητα κρατά την Ελλάδα σταθερά από τις ακριβότερες αγορές ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη.
Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι η μέση χονδρική τιμή τον Ιούλιο υποχώρησε κατά 26% σε σχέση με τον Ιούλιο του 2024, αλλά αυξήθηκε 22% έναντι του Ιουνίου, επιβεβαιώνοντας τη νευρικότητα της αγοράς. Η απόκλιση από μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες (Γερμανία, Γαλλία, Αυστρία, Ολλανδία) κυμαίνεται από 17% έως 78%, ενώ σε σύγκριση με το σκανδιναβικό σύστημα φτάνει έως και το 219%. Στην πράξη, οι μηνιαίες αυξήσεις «σβήνουν» την ετήσια βελτίωση και μετακυλίονται στην τελική τιμή.
Στο προσκήνιο επανέρχονται οι αιτίες: ανεπαρκείς διασυνδέσεις, στρεβλώσεις στην εφαρμογή του target model και έλλειψη σταθερών κανόνων που να «ηρεμούν» την αγορά σε περιόδους έντασης. Η Κομισιόν έχει συστήσει Task Force για την αποτροπή ακραίων διακυμάνσεων, με πρώτη συνεδρίαση στις 7 Ιουλίου, ενώ το ζήτημα τέθηκε και σε υψηλόβαθμες επαφές της ελληνικής κυβέρνησης με ευρωπαίους αξιωματούχους.
Για τα νοικοκυριά σημαίνει μεγαλύτερη προσοχή σε τιμολόγια και ρήτρες, αξιολόγηση παρόχων και κατανάλωσης. Για τις μικρές επιχειρήσεις, το ενεργειακό κόστος γίνεται ξανά «γραμμή άμυνας» στην τιμολόγηση προϊόντων και υπηρεσιών, με κίνδυνο νέες ανατιμήσεις στην αγορά.
0 ΣΧΟΛΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ:
Δημοσίευση σχολίου