Αυξημένο εμφανίζεται το ποσοστό των πολιτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση που αδυνατούν να κρατήσουν το σπίτι τους επαρκώς ζεστό μετά την ενεργειακή κρίση που προκάλεσε η ρήξη με τη Ρωσία λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, περισσότεροι από 41 εκατομμύρια πολίτες στην ΕΕ δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά την επαρκή θέρμανση της κατοικίας τους. Το μέγεθος αυτό αντιστοιχεί στο 9,2% του συνολικού πληθυσμού, ενώ το υψηλότερο ποσοστό καταγράφεται στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία.
Με το 19% του πληθυσμού να δηλώνει ότι δεν μπορεί, λόγω κόστους, να θερμάνει επαρκώς το σπίτι του, οι δύο χώρες βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ στην ενεργειακή φτώχεια. Όπως επισημαίνεται στο Euronews, που δημοσιεύει τα σχετικά στοιχεία, η διαβίωση σε ένα κρύο σπίτι δεν έχει μόνο ψυχολογικές επιπτώσεις, αλλά συνδέεται και με σοβαρούς κινδύνους για τη σωματική υγεία. Στο ίδιο πλαίσιο αναφέρεται ότι μελέτες δείχνουν αυξημένο κίνδυνο για εγκεφαλικά επεισόδια, αναπνευστικές λοιμώξεις και ατυχήματα που σχετίζονται με μειωμένη επιδεξιότητα σε ψυχρά περιβάλλοντα.
Σύμφωνα με τον ορισμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενεργειακή φτώχεια εμφανίζεται όταν ένα νοικοκυριό αναγκάζεται να μειώσει την κατανάλωση ενέργειας σε βαθμό που επηρεάζει αρνητικά την υγεία και την ευημερία των κατοίκων του. Ως βασικές αιτίες αναφέρονται το υψηλό ποσοστό του οικογενειακού εισοδήματος που δαπανάται για ενέργεια, τα χαμηλά εισοδήματα και η χαμηλή ενεργειακή απόδοση των κτιρίων και των συσκευών.
Τα ποσοστά διαφέρουν σημαντικά από χώρα σε χώρα και η εικόνα γίνεται πιο καθαρή όταν μεταφράζονται σε αριθμό ανθρώπων. Με βάση τα πληθυσμιακά δεδομένα της 1ης Ιανουαρίου 2024, το Euronews υπολόγισε πόσοι πολίτες πλήττονται από αυτή τη μορφή φτώχειας. Στην ΕΕ, το ποσοστό όσων δεν μπορούν να θερμάνουν επαρκώς το σπίτι τους κυμαίνεται από 2,7% στη Φινλανδία έως 19% στη Βουλγαρία και την Ελλάδα. Για την Ελλάδα, το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί σε 1.976.137 ανθρώπους, σύμφωνα με το Euronews.
Αν προστεθούν οι υποψήφιες προς ένταξη χώρες και τα κράτη της EFTA, το εύρος εκτείνεται από 0,7% στην Ελβετία έως 33,8% στην Αλβανία. Η Βόρεια Μακεδονία εμφανίζεται επίσης ως ακραία περίπτωση, με ποσοστό 30,7%. Πάνω από το 10% του πληθυσμού αδυνατεί να θερμάνει το σπίτι του και σε χώρες όπως η Λιθουανία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Τουρκία, η Κύπρος, το Μαυροβούνιο, η Γαλλία και η Ρουμανία.
Αντίθετα, το ποσοστό αυτό βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ στην Ιταλία και τη Γερμανία. Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θεωρείται πλήρως συγκρίσιμο, καθώς τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία που αναφέρονται είναι από το 2018, όταν το ποσοστό ήταν 5%.
Σε σύνολο 36 χωρών, η Τουρκία καταγράφει τον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων που πλήττονται από ενεργειακή φτώχεια. Παρότι το ποσοστό έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια, το 2024 περίπου 12,9 εκατομμύρια άνθρωποι δεν μπορούσαν να διατηρήσουν το σπίτι τους ζεστό. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τη Eurostat, η Τουρκία είχε από τα χαμηλότερα κόστη φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας τόσο σε ευρώ όσο και σε όρους αγοραστικής δύναμης, χωρίς αυτό να αποτρέψει την έκταση του φαινομένου.
Στην Ισπανία, 8,5 εκατομμύρια άνθρωποι δεν μπορούσαν να ζεστάνουν επαρκώς την κατοικία τους, ενώ στη Γαλλία ο αριθμός έφτανε τα 8,1 εκατομμύρια. Στη Γερμανία το αντίστοιχο μέγεθος ήταν 5,3 εκατομμύρια και στην Ιταλία 5,1 εκατομμύρια.
Η εκτόξευση των τιμών της ενέργειας μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2022, και τη ρήξη με τη Ρωσία, η οποία παρείχε φτηνό φυσικό αέριο στην Ευρώπη, επιδείνωσε μια ήδη δύσκολη κατάσταση για πολλούς πολίτες. Το ποσοστό όσων αδυνατούν να θερμάνουν το σπίτι τους μειωνόταν σταδιακά από το 2011, έφτασε στο χαμηλότερο σημείο το 2019 και το 2021 και στη συνέχεια αυξήθηκε ξανά. Τον τελευταίο χρόνο καταγράφηκε νέα μείωση, με την Κομισιόν να αποδίδει τη θετική εξέλιξη σε συνδυασμό παραγόντων, όπως η μείωση των λιανικών τιμών φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας, η εφαρμογή μέτρων ενεργειακής απόδοσης στα κράτη-μέλη και η καλύτερη κατανόηση του φαινομένου και των πληθυσμών που πλήττονται.